Παίζει εδώ και μήνες αυτή η σκηνή στο μυαλό σου, σε καθημερινή βάση. Μπορείς να τη συγκρίνεις με το συναίσθημα που αποκτάς όταν βλέπεις μία ταινία της οποίας το τέλος σε ξενέρωσε τόσο άσχημα, που κάθεσαι μετά και σκέφτεσαι με τις ώρες ποια πιθανά happy end θα μπορούσε να έχει. Τόσο πολύ σου βασανίζει τις σκέψεις, τόσο πολύ εξαρτάται η διάθεση σου από το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Έχεις κουραστεί πια να ακούς, να διαβάζεις, πόσο εύκολα είναι όλα όταν ερωτεύεσαι ένα άτομο. «Θα κάνεις τα πάντα για να είστε μαζί, ο κόσμος να χαλάσει». Μα εκτός του πόσο κλισέ έχει καταντήσει πια η συγκεκριμένη έκφραση, ο κόσμος έχει ήδη χαλάσει. Εδώ όμως δε μιλάμε για αυτόν τον κόσμο, αλλά για δύο ψυχικούς, εσωτερικούς κόσμους δύο ανθρώπων, που τόσο πολύ θέλεις να γίνουν ένας.
Και δεν είναι ότι δε θες να πεις επιτέλους πώς νιώθεις. Ίσα-ίσα, το θες εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν το έχεις κάνει ακόμα. Ψάχνεις τη μία αφορμή μετά την άλλη, κι έτσι αυτό το άγχος μέσα σου διογκώνεται, δε σκέφτεσαι τίποτα άλλο πέρα από αυτό, αγνοώντας καθημερινά και σοβαρότερα προβλήματα, αγνοώντας καμιά φορά και τα άτομα που αγαπάς.
Τα ‘χεις μπλέξει όλα μέσα στο κεφάλι σου τόσο πολύ, που αντί να καταλήγεις σε ένα συμπέρασμα, μπερδεύεσαι ακόμα περισσότερο από πριν, με αποτέλεσμα και να μην πάρεις τις απαντήσεις που ήθελες, και να φτάνεις πάλι σε αδιέξοδο.
Δεν ξέρω αν φταίνε οι ταινίες του Nicholas Sparks που έχεις δει, οι εμπειρίες των φίλων σου ή όλο αυτό το παραμύθι που σου πουλάνε ότι είναι ο έρωτας. Ό,τι κι αν είναι από τα τρία, διέγραψε το, απόκλεισέ το, μην το πιστεύεις. Καταρχήν, κάθε ταινία περιέχει πάντα μια αλήθεια, αλλά όλο το υπόλοιπο είναι παραμύθι. Μην περιμένεις την τέλεια στιγμή, γιατί δεν υπάρχει τίποτα τέλειο στο δικό μας κόσμο. Μη συγκρίνεσαι με τους άλλους, άλλη ζωή έχουν οι φίλοι σου, άλλη η Τασούλα, άλλη εσύ. Τη ζωή σου τη φτιάχνεις με τις επιλογές σου, με τις αποφάσεις σου, στιγμιαίες και μη.
Μέχρι που έρχεται αυτή η λατρεμένη μέρα, που λες πάλι το δικό σου «Σήμερα θα το κάνω», κι αυτή τη φορά το κάνεις όντως. Ξέρεις, οι άνθρωποι σήμερα βαφτίζουν την έκφραση συναισθημάτων με τίτλους όπως «ερωτική εξομολόγηση», τρομάζουν και μόνο από τον τίτλο και δεν την κάνουν τελικά. Δε θέλουν να πέσουν οι μάσκες τους, να δει ο άλλος τα ψεγάδια και τις αδυναμίες τους, να χάσουν το τόσο καλά παιγμένο ύφος του υπεράνω και του περήφανου.
Όμως εσύ δεν είχες τέτοια κόμπλεξ, τέτοιες ανασφάλειες να σε κρατάνε πίσω. Το ‘πες και το ‘κανες. Αλλά είχες ήδη προετοιμαστεί για το χειρότερο, και εδώ που τα λέμε, δε σε ένοιαζε η ανταπόκριση. Και μόνο που θα έβγαζες από μέσα σου όσα πράγματα προσπαθούσαν εδώ και καιρό να βγουν, αλλά τα έσπρωχνε στον πάτο ο εγωισμός σου, έφτανε.
Προσπέρασες την καθυστέρηση του wannabe έτερον ήμισυ στο ραντεβού σας, το ζώδιό σου που σε προειδοποιούσε αυστηρά να μην πάρεις καμία μεγάλη απόφαση σήμερα, τον μουντό καιρό που πιο πολύ με κλίμα Λονδίνου έμοιαζε, και προχώρησες ήρεμα προς το μέρος του. Αγκαλιαστήκατε, κάτσατε κάπου, και άρχισες.
«Θέλω να με αφήσεις να ολοκληρώσω όλα όσα έχω να σου πω, και μετά μπορείς να κάνεις και να πεις ο, τι θες.», είπες.
Και κάπου εκεί ξεκίνησες. Στην αρχή μπέρδευες τα λόγια σου, δε σου έβγαιναν τόσο αβίαστα και ψαγμένα όπως όταν τα έκανες πρόβα, αλλά τίποτα δε σε πτόησε. Εσύ απλά συνέχισες. Πολλές φορές δεν τα φίλτραρες καν αυτά που έλεγες, γιατί έβγαιναν από την ψυχή σου κατευθείαν.
Ώσπου η στιγμή που τόσο καιρό ανέλυες, φανταζόσουν, μόλις ολοκληρώθηκε. Η πρώτη σκέψη που τριγυρνάει στο μυαλό σου είναι η εξής: «Γιατί άργησα τόσο;»
Είναι αλλιώτικο το συναίσθημα αυτό, να ανοίγεσαι εκεί που ήθελες από την πρώτη στιγμή να ανοιχτείς. Νιώθεις λύτρωση, ανακούφιση, σαν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσες να κάνεις στον εαυτό σου, και κυρίως στην ψυχολογία σου, στις νύχτες σου. Είσαι εσύ και η αλήθεια σου, μπροστά στο πρόσωπο που εξαιτίας του τόσο καιρό έχεις χάσει τις νύχτες σου. Είναι τουλάχιστον συναρπαστικό. Δε χρειάζεται πια να προσποιηθείς το οτιδήποτε, δε φοβάσαι μην κοιτάξεις λίγο παραπάνω και νιώσει άβολα, ούτε ταξιδεύει το μυαλό σου στο πώς θα ήταν αν κάποια μέρα ήσασταν μαζί.
Το μυαλό σου είναι εδώ, στο τώρα, ζεις τη στιγμή. Και ούτε περιμένεις απάντηση, δε χρειάζεται. Θα σου τα πουν όλα τα μάτια, οι κινήσεις του σώματός που θα κάνει. Τα λόγια είναι φτωχά και υπερτιμημένα, πάντα σε κούραζαν, και μετά τα τόσα χαστούκια που έχεις φάει δεν τα γουστάρεις, ούτε τα πιστεύεις.