Ως επί το πλείστον, ο τρόπος με τον οποίο χωρίζεις με έναν άνθρωπο δείχνει πολλά για τη σχέση που είχατε. Για το πόσο αυθεντικά αισθήματα είχατε ο ένας για τον άλλον, πόσο γερές βάσεις είχε η σχέση σας και, κυρίως, την ποιότητά της.
Όταν μια σχέση ήταν εξ αρχής και στη διάρκειά της έντονη, γεμάτη πάθος, ίντριγκα κι εμπόδια που ιδρώσανε κι οι δύο για να τα ξεπεράσουν, δε γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να χωρίσουν ήρεμα και πολιτισμένα -ακριβώς επειδή ήρεμα και πολιτισμένα δε φέρθηκαν ούτε ένα λεπτό όσο ήταν μαζί. Τέτοιες σχέσεις μοιάζουν λες και βγήκαν από ταινία και κατά βάθος όλοι θα θέλαμε να τις ζήσουμε έστω και μία φορά στη ζωή μας. Όμως, όσο έντονα ξεκίνησε στην αρχή, τόσο κι ακόμη πιο έντονα θα τελειώσει. Τσακωμοί, βρισιές, πισωγυρίσματα είναι δεδομένα σε αυτήν την περίπτωση.
Σε μια τέτοια σχέση συναντάς μια μορφή εξάρτησης. Δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον, ή μάλλον, μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Στη φάση του χωρισμού, λοιπόν, μόνο στη σκέψη του τι θυσίες έχει κάνει ο ένας για τον άλλον, τι υποχωρήσεις και τι συμβιβασμούς, οι ήρεμοι τόνοι ανάμεσά τους είναι αδιανόητοι έως κι αστείοι. Έτσι, το γεγονός ότι όσο κι αν θέλουν να μη χωρίσουν, ταυτόχρονα δεν μπορούν και να είναι μαζί, είναι κάτι το οποίο είναι ικανό να τους τρελάνει. Για αυτό κι ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ο χωρισμός θα είναι επώδυνος και θορυβώδης.
Μια άλλη περίπτωση σχέσης είναι η ήρεμη, γερή κι ώριμη, όπου ανάλογος θα είναι κι ο χωρισμός. Είναι μια σχέση αυθεντική, της οποίας τα μέλη όλο αυτό το διάστημα είχαν δώσει γερές βάσεις, καθώς όχι μόνο ήξεραν τι ήθελαν ο ένας απ’ τον άλλον, αλλά ήταν τόσο τυχεροί ώστε όταν συναντήθηκαν, το timing ήταν σωστό κι οι επιθυμίες κοινές. Όμως, επειδή όλα τα ωραία στη ζωή κάποτε τελειώνουν, έτσι κι αυτή η σχέση έκανε τον κύκλο της κι αυτοί οι άνθρωποι κατέληξαν στο ότι είναι καλύτερο να χωρίσουν.
Οι λόγοι πολλοί. Είτε επειδή ο ένας απ’ τους δύο βρήκε κάποιον άλλον, είτε επειδή απλώς ήθελαν κι οι δύο να κοιτάξουν αλλού, είτε επειδή κανείς τους δεν είχε να προσφέρει πια κάτι παραπάνω στη σχέση. Όλα είναι ανθρώπινα και το γεγονός ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι θα χωρίσουν ήρεμα και πολιτισμένα, δε σημαίνει ούτε ότι δεν πονάνε, ούτε ότι δε νιώσανε ποτέ ούτε ότι δεν τους νοιάζει. Ξέρουν πως θα αγαπάνε ο ένας τον άλλον μια ζωή κι αυτό επειδή με το χωρισμό δε σημαίνει ότι αυτόματα σταματάς να αγαπάς τον άλλον, ειδικά αν το διάστημα που ήσασταν μαζί τον αγαπούσες πραγματικά.
Ο λόγος που ο χωρισμός τους είναι έως κι ανώδυνος, οφείλεται στην ωριμότητα, στην αυτογνωσία και στον τρόπο σκέψης αυτών των ανθρώπων. Είναι συνήθως άνθρωποι ολοκληρωμένοι, χωρίς κόμπλεξ κι απωθημένα. Για αυτό και όταν βλέπουν ότι δεν πάει άλλο, προτιμούν να ψάξουν κάτι καλύτερο παρά να μιζεριάσουν με ένα βόλεμα.
Και με αυτήν την ευκαιρία, πάμε στην κατηγορία των ανθρώπων όπου η σχέση τους λίγο-πολύ ήταν ένα βόλεμα. Είναι σχέσεις στις οποίες αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι μαζί γιατί δεν είχαν βρει κάτι καλύτερο. Είναι σχέσεις λίγο πιο χαλαρές, πιο ελεύθερες και πιο «δε βαριέσαι μωρέ». Φαίνονται cool κι άνετα τυπάκια, μέχρι να βρουν αυτό που έψαχναν σε έναν άλλο άνθρωπο. Τότε είναι που η σχέση τους διαλύεται, καθώς δεν υπάρχει λόγος να είναι πια μαζί. Καλά ήταν όσο καιρό ήταν μαζί, δεν ένιωθαν μοναξιά κι είχαν κάποιον ώστε να μην είναι μισοάδειο το κρεβάτι τους. Απλώς τα κενά που αφελώς πίστευαν ότι κάλυπταν ο ένας στον άλλον όσο ήταν μαζί, δεν τα κάλυπταν, ή έστω, δεν τα κάλυπταν ουσιαστικά. Για αυτό κι όταν θα γνωρίσουν κάποιον άλλον κι ενθουσιαστούν έστω και λίγο, δε θα το σκεφτούν δεύτερη φορά να χωρίσουν.
Σε αυτήν την περίπτωση διίστανται οι απόψεις, καθώς ο χωρισμός τους δε θα είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά και τα δύο. Αυτός που θα βρει δηλαδή κάποιον άλλον, θα είναι πιο ήρεμος και θα αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση πιο ανώδυνα και ψύχραιμα, ενώ ο άλλος που χάνει ξαφνικά το βόλεμά του μπορεί να τρελαθεί. Νιώθει ξαφνικά σαν ένα μικρό παιδί που του παίρνουν το παιχνίδι του με το έτσι θέλω, χωρίς καν να το ρωτήσουν. Έτσι, μόνο ψύχραιμος δε θα είναι στο χωρισμό του. Είναι συνήθως άνθρωποι που δεν μπορούν με τίποτα να είναι μόνοι τους, και ένας χωρισμός απ’ το πουθενά θα φτάσει την ανασφάλεια και τον εγωισμό τους σε τέτοια ύψη όπου μπορεί ακόμη να επικαλεστούν ότι ερωτεύτηκαν τον άλλον, ενώ κατά πάσα πιθανότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Με λίγα λόγια, σε αυτές τις σχέσεις αυτός που θα αποφασίσει το χωρισμό είναι σε καλύτερη ψυχική κατάσταση από αυτόν που θα του ανακοινωθεί η απόφαση.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στις εξαιρέσεις, καθώς πάντα θα υπάρχουν εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αδιαμφισβήτητα υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια σχέση δεν ξεκινάει όπως τελείωσε ή, έστω, ο χωρισμός δε συμβαδίζει με την ποιότητα που υπήρχε. Δεν είναι απίθανο μία σχέση υγιής, όπου όσο ήταν αυτοί οι δυο άνθρωποι μαζί όλα πήγαιναν ρολόι, στο άκουσμα του χωρισμού ο ένας απ’ τους δύο να τρελαθεί, όπως στην προηγούμενη περίπτωση. Μια ακόμη εξαίρεση αποτελεί η σχέση όπου ήταν άσχημη, με συχνούς τσακωμούς κι εντάσεις, να έχει έναν ήρεμο και πολιτισμένο χωρισμό, καθώς έχουν συνειδητοποιήσει ότι το καλύτερο και για τους δυο τους είναι να συνεχίσουν χωριστά, κι έτσι, ο χωρισμός τους να λειτουργήσει σαν ανακούφιση.
Κάθε χωρισμός είναι δύσκολος, κι αν δεν είναι κοινή και ταυτόχρονη απόφαση, σίγουρα ο ένας απ’ τους δύο θα νιώθει το θύμα κι ο άλλος ο θύτης. Είναι μια στιγμή όπου όσο επιβάλλεται να χειριστείς την όλη κατάσταση με ψυχραιμία, τόσο αδιανόητο σου φαίνεται. Έτσι, αυτός που ανακοινώνει το χωρισμό νιώθει ο κακός της υπόθεσης, αυτός που πλήγωσε κάποιον που κάποτε αγάπησε όσο κανέναν άλλον κι αυτός που ακούει τα νέα, νιώθει ο πιο προδομένος άνθρωπος στον κόσμο. Πώς μπορεί τότε ο χωρισμός να είναι ανώδυνος κι ήρεμος, παρά την υψηλή ποιότητα σχέσης που είχαν αυτοί οι δυο άνθρωποι;
Έτσι, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε στο χωρισμό είναι να πάρουμε το χρόνο μας, να κλάψουμε και να χτυπηθούμε όσο θέλουμε, όμως στο τέλος να σεβαστούμε τον άνθρωπο με τον οποίο έχουμε μοιραστεί και ζήσει τόσα, να εκτιμήσουμε όσα μας έδωσε, να κρατήσουμε τις όμορφες στιγμές και να προχωρήσουμε. Κι αν μας πλήγωσε, να τον ευχαριστήσουμε, γιατί μας προετοιμάζει ακόμη καλύτερα για τον επόμενο έρωτα και θα ξέρουμε τους «κακούς οιωνούς».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη