Εξετάσεις. Μία λέξη, χιλιάδες συναισθήματα. Συναισθήματα κυρίως άγχους, αγωνίας και τύψεων για την έλλειψη οργάνωσης που διακατέχει το άτομό μας. Ξεκίνησε με τις ενδοσχολικές, που τότε ήμασταν λίγο-πολύ όλοι ψαρωμένοι, συνεχίστηκε στη μορφή των Πανελλαδικών στην Τρίτη λυκείου –όχι, δεν είσαι ο μόνος που προσπαθεί να τις ξεχάσει– και τέλος καταλήγουμε στη λεγόμενη εξεταστική, στα πλαίσια πια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Όσο είσαι ακόμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα πράγματα είναι χαλαρά. Δεν είσαι ακόμα ενήλικας, δεν αναλαμβάνεις όλες τις ευθύνες σου και συνήθως προσπαθείς να ρίξεις το φταίξιμο αλλού. Στην περίπτωση των εξετάσεων, για παράδειγμα, δε ρίχνεις το φταίξιμο στον εαυτό σου που δε διάβαζε όλη τη χρονιά και στρώθηκε δυο μέρες πριν την εξέταση, αλλά στην κομπλεξική καθηγήτρια που έβαλε για θέματα όλα τα αντί-σος.

Το χειρότερο στην όλη υπόθεση είναι ότι αν έχεις διαβάσει, έστω και τελευταία στιγμή, θέλεις να περάσεις, είτε με βαθμό είτε έστω με τη βάση. Ποια ήταν λοιπόν η λύση σε περίπτωση που έπεφταν θέματα που δεν τα ‘ξερες; Η αντιγραφή και τα σκονάκια.

Όλοι τα κάναμε, άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλοι σε μικρότερο. Το θέμα, όμως, είναι ότι είναι μια στάση που αν θα την εφάρμοζες, καλύτερα να το ‘κανες εκείνα τα χρόνια, που ‘σουν ακόμη μικρός κι οι επιπτώσεις στη χειρότερη θα ‘ταν να σου μείνουν κενά στ’ Αρχαία και στα Μαθηματικά για το επόμενο έτος.

Ένα ακόμη ελαφρυντικό, που ίσως και να ‘χεις κατ’ αυτήν την περίοδο των σχολικών σου χρόνων, είναι ότι δεν είναι απίθανο από τα δέκα μαθήματα που έκανες, να σου άρεσαν πραγματικά στην καλύτερη τα δύο, αλλά να ‘σουν αναγκασμένος να τα διαβάσεις και να τα περάσεις όλα. Κάπου θα σου χρησιμεύσουν, λέγανε. Εμένα προς το παρόν ούτε ένα μάθημα δε μου ‘χει χρησιμεύσει πουθενά στην τωρινή ζωή μου, αλλά ας πούμε ότι είναι νωρίς για να το κρίνω ακόμη αυτό.

Όλα τα παραπάνω ελαφρυντικά λοιπόν καταργούνται αμέσως μόλις πας Πανεπιστήμιο, για πολλούς λόγους.

Αρχικά, γιατί υποτίθεται πως περνάς σε μια σχολή που σ’ αρέσει και μέσω αυτής διαλέγεις ένα επάγγελμα τ’ οποίο θ’ ασκήσεις μετά σ’ όλη σου τη ζωή. Γιατί αν δεν ισχύει αυτό, ποιος ο λόγος να φας τέσσερα χρόνια επιπλέον απ’ τη ζωή σου, σπουδάζοντας κάτι που δε σ’ αρέσει, κάνοντας ένα επάγγελμα που αργότερα θα σε κάνει μίζερο; Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι θα υπάρχουν και μαθήματα ζόρικα ή άλλα που δε θα σ’ αρέσουν ή που θα σε κόβει ο καθηγητής αδίκως. Η βάση όμως όλων αυτών των μαθημάτων είναι μία και πρέπει να ‘ναι κάτι που θα σε γεμίζει. Όποιος κι αν είναι ο κλάδος που επέλεξες.

Ο σημαντικότερος λόγος, λοιπόν, που δεν πρέπει ν’ αντιγράφεις και να κλέβεις στην εξεταστική, όπως έκανες στο Γυμνάσιο όταν ήσουν δεκαπέντε χρονών, είναι επειδή αν δε βγεις σωστός επαγγελματίας από ‘κει μέσα, αυτό θα ‘χει άμεσο αντίκτυπο σε πολύ κόσμο αργότερα.

Γιατί πες μου, αν πήγαινες σήμερα να επισκεφτείς ένα γιατρό και μάθαινες ότι τα περισσότερα –αν όχι όλα– τα μαθήματα στη σχολή του τα πέρασε αντιγράφοντας και κάνοντας σκονάκια, θα τον εμπιστευόσουν να εξετάσει εσένα ή πόσο μάλλον το παιδί σου; Όχι. Κι είναι ξεκάθαρα ο τύπος γιατρού που θα κοιτάζει συνέχεια την ώρα, ή ακόμη αν ένας ασθενής καθυστερήσει δέκα λεπτά στο ραντεβού του, θ’ αρνηθεί να τον δει. Τι κι αν άργησε επειδή τον κράτησαν παραπάνω στη δουλειά του ή επειδή δεν είχε πού ν’ αφήσει τα παιδιά του ή επειδή έχασε το λεωφορείο; Αμετάκλητος ο γιατρός.

Αλλά αυτό ισχύει και γι’ άλλα επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα αυτό του παιδαγωγού. Αρχικά, είναι λειτούργημα κι όχι επάγγελμα, γιατί έχεις να κάνεις με ανθρώπινες, παιδικές ή εφηβικές ψυχές. Ποσώς μ’ ενδιαφέρει αν πέρασες σ’ αυτήν τη σχολή μόνο και μόνο γιατί έπιασες αυτά τα μόρια. Αν δεν αγαπάς τα παιδιά, δεν τ’ ακολουθείς. Σε τι σου φταίνε εκείνα, στο κάτω-κάτω;

Γιατί κακά τα ψέματα, ο λόγος που θα ‘χεις σύστημα ν’ αντιγράφεις στις εξετάσεις σου, θα ‘ναι επειδή δε σου αρέσει πραγματικά το αντικείμενο των σπουδών σου. Άντε, στο πρώτο έτος που είσαι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, που δεν έχεις ξεπεράσει ακόμη τα ψυχολογικά που σου προκάλεσαν οι Πανελλήνιες και που δεν έχεις μπει ακόμη στο κλίμα του να ‘σαι φοιτητής, παρά μόνον όσον αφορά τα μπαράκια, τα γκομενάκια και τις εξόδους σου, ας το δεχτώ. Από ‘κει και πέρα όμως, ίσως θα πρέπει να πάρεις τα πράγματα πιο πολύ στα σοβαρά και να σκεφτείς τις συνέπειες και τον αντίκτυπο που θα ‘χουν οι πράξεις σου, όχι μόνο σ’ εσένα, που θα ‘χεις μια μίζερη κι ανικανοποίητη ζωή, αλλά και στους άλλους.

Όσο μεγαλώνουμε, αναλαμβάνουμε όλο και περισσότερες, σοβαρότερες ευθύνες. Γι’ αυτό, τουλάχιστον όσον αφορά το τι θα κάνεις εσύ με τη ζωή σου, μην αφήνεις να σ’ επηρεάσει ακόμη κι η ίδια σου η μάνα. Πολλές φορές η κρίση των γονιών θολώνει και προσπαθούν να ζήσουν τα όνειρά τους μέσω των παιδιών τους, έχοντας φυσικά πάντα κίνητρο την αγάπη, αλλά σφάλλοντας ταυτόχρονα.

Γιατί όταν τελικά θα καταλάβεις ότι αυτό που σπούδαζες τόσα χρόνια τελικά δε σε γεμίζει, τα ρέστα θα τα ζητήσεις απ’ τον εαυτό σου που το επέλεξε και τ’ ακολούθησε κι όχι απ’ αυτούς που σ’ επηρέασαν. Στο κάτω-κάτω, εσύ τους άφησες να σ’ επηρεάσουν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου