Η επιθυμία αυτού του άρθρου δεν είναι να λειτουργήσει ως spoiler του δεύτερου αριστουργήματος του James Cameron, “Avatar 2”, αλλά να προτρέψει να δείτε και το πρώτο και να κάνετε όχι τρεις, αλλά έξι ώρες προβολή, παρακολουθώντας ένα μοναδικά πλασμένο σίκουελ μυθοπλασίας που παίρνει υλικό απ’ την πραγματικότητα και τους ανθρώπους γύρω μας και την μετατρέπει σε μοναδικά μηνύματα ζωής, επίκαιρα, επίπονα κι άκρως αληθινά.
Το μόνο που θα αναφερθεί είναι ότι και στο Avatar 2 έχουμε τους ίδιους βασικούς πρωταγωνιστές, Jack και Neytiri, υποδυόμενους απ’ τους Sam Worthington και Zoe Saldana, μόνο που αναγκαζόμαστε αυτή τη φορά να βιώσουμε τον εκτοπισμό τους απ’ τη φυλή των Navi για τη σωτηρία τους και την αναγκαστική αναζήτηση ασυλίας τους σε άλλη χώρα κι άλλη φυλή, την οποία και βρίσκουν στους Ωκεανούς της Πανδώρας, στη φυλή Metkayina.
Τα Avatar 1&2 είναι απ’ τις ταινίες που όταν βγαίνεις απ’ την αίθουσα κινηματογράφου ή όταν τελειώνει η προβολή, νιώθεις έναν κόμπο στο στήθος. Είναι λες και σου έχουν δώσει μια μπουνιά στο στομάχι και παράλληλα σ’ ακουμπά και μια ηλιαχτίδα ελπίδας και πίστης ότι οι άνθρωποι, εμείς, δεν μπορεί να είμαστε τόσο άμυαλοι, αγνώμονες, καλοπερασάκηδες, και πως κάτι θ’ αλλάξει. Το σίκουελ είναι εστιασμένο, πέραν της ιστορίας που διαδραματίζεται -ή καλύτερα των ιστοριών που διαδραματίζονται- στο ν’ αφυπνίσει την περιβαλλοντολογική μας συνείδηση μέσα σε τρεις ώρες (ή και έξι αν δούμε και το πρώτο).
Η φωτογραφία και τα εφέ είναι ασύγκριτης ομορφιάς. Δίνουν στον θεατή τη δυνατότητα να συνταξιδέψει στους βυθούς, παρέα μ’ όλα εκείνα τα θαλάσσια πλάσματα κι εντείνουν ταυτόχρονα και το αίσθημα ευθύνης που έχουμε ως άνθρωποι απέναντι σε όλο αυτό τον πλούτο. Στον βυθό βλέπουμε ότι διατηρείται ο κύκλος της ζωής και οι νόμοι επιβίωσης. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μικρό τρέφεται από μικρότερα ή πλαγκτόν. Η βία που υπάρχει είναι μέσα στα όρια της φύσης και συμβαίνει μόνο όταν υπάρχει απειλή.
Η παρέμβαση του ανθρώπου έρχεται να τα καταστρέψει όλα. Η έπαρση που συνοδεύει την ανθρώπινη σκέψη ότι μπορούμε να ζούμε για πάντα μαζί με το αδηφάγο συναίσθημα του ότι είμαστε ανίκητοι φανερώνεται ξεκάθαρα στην ταινία. Στο μεγαλύτερο μέρος της, νιώθουμε μια αυτό-απέχθεια και γεννιέται η στιγμιαία ανάγκη να ουρλιάξουμε για τη βάναυση δολοφονία αθώων πλασμάτων που τείνουν προς εξαφάνιση. Το λογισμικό που στήνεται κι οι επιχορηγήσεις που ξοδεύονται προκειμένου να εξουδετερωθούν τα tulkun, τα οποία προσομοιάζουν στις δικές μας φάλαινες, είναι τεράστια. Κι όλα αυτά για να ληφθεί μια ελάχιστη ουσία από έναν μυελικό αδένα που θα βοηθήσει τους τυχοδιωκτικούς μισθοφόρους και δολοφόνους να πλουτίσουν απ’ τους αφελείς της υψηλής κοινωνίας που νομίζουν ότι θα γίνουν ξανά νέοι. Μας θυμίζει κάτι μήπως;
Μέσα απ’ τους μικρούς πρωταγωνιστές που έχουμε τη χαρά να γνωρίσουμε στο δεύτερο μέρος του Avatar, γνωρίζουμε κι εμείς αυτά τα πανέξυπνα και μοναδικά φτιαγμένα πλάσματα. Τα tulkun θεωρούνται πολύ εξυπνότερα απ’ τους ανθρώπους, καθώς η γνώση της μουσικής, η ιδιαίτερη ανάπτυξη της φιλοσοφίας, η πολυπλοκότητα της γλώσσας τους, η βαθιά συναισθηματικότητα αλλά κι η ιδιαίτερη πνευματικότητά τους τα κάνουν να ξεχωρίζουν από οποιοδήποτε άλλο είδος. Έχουν δε τη δυνατότητα να συνδέονται μοναδικά με κάποιον κάτοικο της Πανδώρας που θα τα διαλέξει και χτίζουν μια αποκλειστική επικοινωνία μαζί του, εισπράττοντας και μοιράζοντας τη χαρά μα και λύπη. Το λογισμικό τους είναι έτσι φτιαγμένο απ’ τη φύση που δεν επιθυμούν ποτέ τον πόλεμο. Μας θυμίζει μήπως κι αυτό κάτι;
Σκηνές όπου συνυπάρχουν και συν-κολυμπούν ένα tulkun μ’ έναν Navi ή Metkayina, μάς φανερώνουν την ταπεινότητα που θα έπρεπε να έχουμε ως άνθρωποι απέναντι σ’ ένα τεράστιο πλάσμα που απλώς ανοίγοντας το στόμα του, θα μπορούσε να μας κάνει μια μπουκιά. Μας προκαλείται δέος απ’ την απεραντοσύνη της φύσης και του πόσο τέλεια φτιαγμένη είναι. Μας επικοινωνείται η δύναμη της ισορροπίας αλλά κι η δύναμη της συμμαχίας, ακόμη κι αν αφορά δύο διαφορετικά είδη. Και φυσικά μας ξεριζώνεται η καρδιά όταν παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο περιπλανείται, φυλακίζεται, βασανίζεται και τελικώς εκτελείται ένα tulkun. Αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια φονικά με τόσο ψυχρά εκτελεστικό χαρακτήρα. Και μετά συνερχόμαστε, ενθυμούμενοι ότι αυτοί είμαστε. Το χειρότερο είδος της φύσης. Πικρό. Σκληρό. Αληθινό. Αυτό κι αν μας θυμίζει κάτι.
Για καλή μας τύχη, υπάρχει και το άλλο πρόσωπο της ταινίας. Ένα πρόσωπο που υμνεί την οικογένεια και τη δύναμη αυτής, που αναδεικνύει πόσο απαραίτητη είναι η αλήθεια κι η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της και πόσο σημαντική η αίσθηση της ύπαρξης σκοπών που γεννιούνται μέσα απ’ τον θεσμό της. Μας διαβιβάζεται ότι το να μένει μια οικογένεια ενωμένη μπορεί ν’ αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμή της αλλά παράλληλα και τη μεγαλύτερη αδυναμία της. Ο πατέρας προστατεύει τα μέλη κι αυτό του δίνει νόημα. Η μητέρα βοηθά τον πατέρα να προστατεύσει κι αν χρειαστεί, πέφτει κι η ίδια στα πυρά της μάχης για υποστήριξη. Το μεγαλύτερο παιδί προσέχει το μικρότερο. Δεν είναι μια κληροδοτημένη ευθύνη αλλά ένα βιωματικό ταξίδι απ’ τη γέννησή του κι αυτό το κάνει να φαίνεται αλλά και να είναι φυσιολογικό, ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιαστεί για το μικρότερο μέλος.
Αυτό που έρχεται να κουμπώσει στο πολύ δυνατό μήνυμα του θεσμού της οικογένειας είναι ο θεσμός της ασυλίας. Όταν χρειάζεται μια οικογένεια από άλλη φυλή να μεταναστεύσει για τη σωτηρία της, τότε μια άλλη φυλή δέχεται να την υποθάλψει με το ρίσκο του εντοπισμού της απ’ τους ανθρώπους που επιζητούν τη θανάτωσή της κι άρα την πιθανή έναρξη εμπόλεμης κατάστασης. Το ηχηρότερο μήνυμα όλων σ’ αυτήν την αποδοχή είναι να βλέπεις τον αρχηγό της νέας φυλής να προσφέρει κάτι παραπάνω από ασυλία. Προσφέρει πλήρη ασφάλεια, ισότητα κι ισοδυναμία και προσφέρει μάθηση και διδασκαλία στους νέους τρόπους ζωής στη χώρα των ωκεανών. Τους δίνει δηλαδή στέγη, τροφή αλλά κι όλα εκείνα που χρειάζεται ένας νεοσύλλεκτος, προκειμένου να νιώσει αληθινά ενταγμένος στη νέα -καταναγκαστική- πραγματικότητα.
Μέσα απ’ αυτό το ταξίδι της προσαρμογής των νέων μελών, ο James Cameron καταφέρνει να μας δώσει και μια γεύση της ομορφιάς της κατάδυσης αλλά και της βαθιάς φιλοσοφίας που κρύβεται πίσω απ’ το νερό. «Το νερό δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος», «το νερό συνδέει τα πάντα: τη ζωή με τον θάνατο, το σκοτάδι με το φως». Όσον αφορά τη δύναμη της πειθαρχίας που χρειάζεται ν’ αποκτήσει αυτός που καταδύεται, το Avatar 2 μάς κάνει γνωστό πως αυτό είναι αυταπόδεικτη σωτήρια συμπεριφορά. Η συνεργασία κάτω απ’ το νερό μεταξύ των έμπειρων Metkayina και των νεοαφιχθέντων Navi δείχνει τη γενναιοδωρία και την αλληλεγγύη που θα πρέπει να έχουν οι λαοί μεταξύ τους. Αποδεικνύει το πόσο εύκολο είναι να βοηθάς εκούσια και να διδάσκεις με αγάπη νέα πράγματα σε κάποιον που θέλει να μάθει αλλά και που χρειάζεται να μάθει, ώστε να μπορέσει να σώσει τον εαυτό του ή και τους δικούς του όταν χρειαστεί.
Βέβαια, δε θα μπορούσε να λείψει απ’ τον σκηνοθετικό φακό του δημιουργού η προσέγγιση απέναντι στον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα. Το να έχεις τέσσερα δάχτυλα αντί για πέντε, το να είσαι συνδεδεμένος με τη φύση περισσότερο απ’ το φυσιολογικό, το να είσαι υιοθετημένος και να έχεις αγαπηθεί όσο τίποτε άλλο απ’ τους μη βιολογικούς γονείς σου, το να δέχεσαι στην οικογένειά σου κάποιον που έχει άλλο χρώμα και να μη βλέπεις καν αυτό το χρώμα, είναι όλα στοιχεία που μεταδίδονται με πλήρη επίγνωση απ’ τους συντελεστές της ταινίας με σκοπό να δηλώσουν το ότι σημασία έχει μόνο ένα πράμα: η αγάπη. Αυτή καλύπτει κάθε διαφορά, αυτή κλειδώνει κάθε σκοτάδι έξω απ’ το φως, αυτή εξομοιώνει κάθε καμπύλη που θα έπρεπε να είναι ίσια γραμμή για να ανήκει κάπου. Αυτή τα κάνει όλα και στο Avatar 2 είναι παντού διάπλατη η δύναμή της και διώχνει μακριά κάθε τσίμπημα ρατσισμού.
“All energy is only borrowed and one day you have to give it back”. Προσπαθώντας να μην προδώσω ακόμη ένα στοιχείο, θα μείνω σ’ αυτή την πρόταση του Jake Sully και θα πω πόσο δύσκολο είναι ν’ αποχωρίζεσαι κάτι ή κάποιον που μέχρι χτες είχατε μια καρδιά κι ένα μυαλό. Μέσα όμως σ’ όλη αυτή την ασύλληπτη δυσκολία υπαρξιακής κατανόησης, το Avatar 2 μάς δίνει εικόνα και λήψη άνευ προηγουμένου προκειμένου ν’ αγαλλιάσει το διαλυμένο μας συναίσθημα και να μας κάνει να ελπίζουμε ότι δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει όμως τέλος που σηματοδοτεί την αρχή μιας άλλης εποχής που μπορεί να μας φαίνεται άγνωστη, αλλά στη φύση ήταν πάντα οικεία και γι’ αυτό δεν κλονίζεται όταν υποδέχεται κάθε φορά κι από ένα αντίστοιχο τέτοιο τέλος. Το τραγούδι “The Songcord”, στην έναρξη μα και λήξη της ταινίας, άριστα εκτελεσμένο απ’ τη Zoe Saldana, έρχεται να κλειδώσει τον πόνο αποχωρισμού και να μας κάνει ένα με την πρωταγωνίστρια, χαϊδεύοντας κι εμείς μαζί της κόμπο-κόμπο απ’ το βραχιολάκι της προσευχής της.
Το Avatar είναι απ’ τις ταινίες που δε θες να τελειώσουν. Έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που εξιτάρουν τον νου, διαστέλλουν την ίριδα απ’ τα χρώματα και τη μαγεία της εικόνας, αυξάνουν την αρτηριακή πίεση απ’ τα απάνθρωπα-μα τόσο αληθινά- μηνύματα που μεταδίδει, γαληνεύουν την ψυχή απ’ τις μουσικές και τα soundrack που τη συνοδεύουν. Το Avatar είναι ύμνος προς τη μητέρα φύση. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε όλα αυτά που βλέπαμε. Δεν είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή όλων μας για οτιδήποτε προστατεύει και διορθώνει τις φυσικές καταστροφές. Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε πόσο σημαντική είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας. Δεν είναι ότι αρνούμαστε τη σύνδεσή μας με τα στοιχεία της φύσης. Δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε την αξία και δύναμη που μπορεί να έχει μια οικογένεια. Είναι ότι ενώ τα γνωρίζουμε όλα αυτά, τα ξεχνάμε εν ριπή οφθαλμού. Ενώ τα βλέπουμε, κάνουμε πως δεν τα ξέρουμε. Ενώ κρίνεται η επιβίωσή μας απ’ όλα αυτά, η σωματική, ψυχική και πνευματική, έχουμε κλείσει πρώτη θέση και για το επόμενο ταξίδι. Δεν ξέρω αν έχουμε καιρό και πόσο για το αναστρέψιμο της υπόθεσης, πάντως το Avatar 2 καταφέρνει να μας φέρει για 3 ώρες πολύ κοντά στην ωμή πραγματικότητα. Το ζητούμενο είναι οι 3 αυτές ώρες να γίνουν μια αιωνιότητα συνείδησης που θα περνά από γενιά σε γενιά. Τότε μόνο, μπορεί να έχουμε κάποια πιθανότητα ουσιαστικής επιβίωσης σ’ όλα τα επίπεδα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.