Όταν το σουρεάλ γίνεται οικεία εικόνα καιπραγματοποιήσιμη. Όταν η μουσική μπορεί να προκαλέσει ζημιά, χωρίς όμως να το θέλει και να ευθύνεται αυτή. Όταν ένα μπουκάλι κρασί, μια κουβέρτα κι ένας τάφος είναι μια παρέα που μπορεί να έχει μέλλον. Όταν ένα επαναλαμβανόμενο παιδικό τραύμα ψάχνει να βρει ίαση και δεν τα καταφέρνει. Όταν ο έρωτας δεν έχει πρόσωπο, ηλικία και ζει σε παρόν και μέλλον.
Τότε ξέρεις ότι βλέπεις ένα ακόμη επεισόδιο του Χριστόφορου. Το ότι θα βλέπαμε τη Χαρούλα να πίνει κρασί παρέα με τον θαμμένο ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της και θα ήμασταν οκ μ’ αυτό, το οφείλουμε στον δημιουργό. Η σκηνή δεν είναι ούτε βάρβαρη ούτε μακάβρια. Είναι ένα είδος εορτασμού της ζωής με τον θάνατο. Υπάρχει το χιούμορ, το ξεφύσημα κι η ενεργητική ακρόαση. Υπάρχει μέχρι κι ο έρωτας, ακόμη κι αν διεκόπη απότομα εκείνη τη μέρα. Ενώνεται το υπερφυσικό με την πραγματικότητα και το αποτέλεσμα είναι τέλειο. Αν δεν το έχουμε δοκιμάσει, ίσως δε θα έπρεπε να φοβηθούμε και να το τολμούσαμε. Πιθανόν θα σοκαριζόματαν από τη -μη αναμενόμενη- επικοινωνία που θα υπήρχε, ακόμη κι αν ήταν μονομερής.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έχει καταφέρει, μέχρι στιγμής, μέσα απ’ όλα του τα επεισόδια, να μετατρέψει τη μουσική σε χαμαιλέοντα. Η μουσική της Μαρίας ήταν η διέξοδός της κι η λύτρωσή της. Η μουσική της Χαρούλας ήταν αυτή που όταν την ακούς ανακαλύπτεις κόσμους και πηγαίνεις μόνο μπροστά. Η μουσική του Ορέστη, κατέφθασε στο νησί για να αφυπνίσει όλα εκείνα που κοιμόντουσαν και να επαναφέρει τη φρεσκάδα των νεανικών φωνών και ταλέντων που σιγοκοιμόντουσαν αλλά και περίμεναν καρτερικά το έντονο ξύπνημά τους. Η μουσική της Κλέλιας, ο τρόπος της να εκφράζει τον έρωτά της.
Κι έρχεται το χθεσινό που μας δίνει μια άλλη νότα, εκπρόθεσμη του μέτρου κι εκτοπισμένη του πενταγράμμου. Προκαλεί άθελά της και ζημιά, αλλά μ’ έναν τόσο ευδιάκριτο τρόπο που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το φανταστεί. Αναδεικνύει ένα αποδεδειγμένο κατά συρροήν παιδικό τραύμα που λειτουργεί κακοποιητικά εις βάρος πολλών ανθρώπων. Η μουσική λοιπόν, όταν συνάντησε τον Χαράλαμπο, δεν κατάφερε να προσφέρει τίποτα από τα παραπάνω. Δε λειτούργησε ποτέ ιαματικά γι’ αυτόν παρά μόνο για μια στιγμή στη ζωή του. Ίσως και την πιο χαρακτηριστική που τον μετέτρεψε από παιδί σε άντρα. Εκεί ήταν που μεταφράστηκε κι ως κάτι που προκαλεί αδυναμία, ευαισθησία και συναίσθημα. Πράγματα, που για τους περισσότερους θα είχαν θετικό πρόσημο, όχι όμως γι΄αυτόν.
Βέβαια, ο δημιουργός έχει αποδείξει ότι δεν αντέχει να ταλαιπωρεί το κοινό του για πολύ ώρα και λειτουργεί σχεδόν πάντοτε αντισταθμιστικά. Έτσι, εκεί που πάμε να πιστέψουμε πως η μουσική διέλυσε μέρος του Χαράλαμπου, εμφανίζεται η Χαρούλα κι εκφράζει όλα αυτά που πρεσβεύει η μουσική και μάλιστα μέσω του αείμνηστου Μάνου Χατζηδάκι η οποία: “σου χαϊδεύει την ψυχή, σου ξυπνάει το πνεύμα” και “την ανακαλύπτεις ακούγοντάς την” αφού “ακόμα κι ο μεγαλύτερος κάφρος σέβεται τη μουσική αυτή.” Έχοντας λοιπόν ορατότητα απέναντι στον ίδιο τον κάφρο, είδαμε τίποτα από όλα αυτά ή αναρωτιόμαστε αν τελικώς υπήρξε κάτι που θα μπορούσε να τον θεραπεύσει; Είναι εν τέλει προαποφασισμένη η μοίρα ενός κακοποιητή ή παραμένει μια κατ’ εξακολούθησιν λανθασμένη προσωπική επιλογή;
“Δεν αλλάζει ο άνθρωπος”. Συναισθήματα πάλι σκορπισμένα παντού. Τα πολλά flashbacks στην παιδική ηλικία του Χαράλαμπου μας δημιουργούν την ανάγκη να του δώσουμε άλλοθι αλλά επανερχόμαστε γρήγορα στη λογική, καθώς συνειδητοποιούμε πως από ένα σημείο κι ύστερα αφορά ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής με ξεκάθαρα δικές του συνειδητές αποφάσεις. Δεν είναι δυνατόν να βλέπεις το κακό ως καλό και τ’ αντίθετο. Είναι όμως δυνατόν, να κομματιάζεται ο παιδικός σου κόσμος όταν η μητέρα σου σού λέει “δε θα σ’ αφήσω στιγμή” και καταλήγει να σ’αφήνει για πάντα. Είναι επίσης δυνατόν να μη βαστάς ν’ ακούς την κακοποίηση στο διπλανό δωμάτιο, όσο κι αν σου έχει γίνει συνήθεια, λέγοντας στον εαυτό σου ότι θα περάσει.
Η μουσική, λοιπόν, έχει κάνει τον Χαράλαμπο να έρχεται αντιμέτωπος με την ξεχασμένη αλήθεια του. Με τις εικόνες που έζησε σα παιδί και τον ευνουχισμό που υπέστη από τον κακοποιητικό πατέρα του. Η μουσική του ξυπνά όλες τις ναρκωμένες αναμνήσεις και δεν τον αφήνει να ηρεμήσει. Ο τρόπος που επιλέγει λοιπόν ν’ απαλύνει όλο αυτόν τον πόνο, είναι να κάνει ακριβώς τα ίδια αλλά και χειρότερα στη δική του οικογένεια. Δεν την ψάχνει τη λύτρωση. Δεν μπορεί να νιώσει λύτρωση. Η καταστρεπτική επαναληπτικότητα με την οποία συμπεριφέρεται στην ίδια του τη ζωή, είναι αναπόφευκτη. Όπως αναπόφευκτη ήταν κι η απόφασή του ν’ αφήσει τον πατέρα του (ως γνήσιος πα-ΤΕΡΑΣ που ήταν και του λόγου του), να πνιγεί και να καταχωρήσει αυτήν τη στιγμή ως τη μέγιστη αίσθηση ελευθερίας.
Βέβαια, πόσοι είναι εκεί έξω που πιστεύουν ότι η δύναμή τους φαίνεται στην μπουνιά και στο πουλί τους; Αυτοί δεν είναι οι ίδιοι που συμπεριφέρονται λες κι έτσι είναι φτιαγμένος όλος ο κόσμος; Αυτοί δεν είναι που δικαιολογούν την κάθε παρασπονδία τους, την κάθε λάθος κίνησή τους, την κάθε κουβέντα που ξεστομίζεται από το βρώμικο στόμα τους μα και ψυχή τους; Υπάρχει οίκτος περισσευούμενος γι’ αυτούς ή θυμόμαστε ότι κάπου εκεί κοντά υπάρχουν και τα θύματα κι έτσι επανερχόμαστε γρήγορα στην πραγματικότητα; Κι αν τα παιδικά μάτια ξέχασαν πώς είναι να κοιτούν παιδικά; Ποιος τελικά έφταιξε γι’ αυτό; Ο προηγούμενος; Κι αν ναι, γιατί αυτοί ως επόμενοι δεν κόβουν το κακό από τη ρίζα; Αφορά τελικώς αδυναμία ή καταναγκαστική επιλογή;
Η αντιστάθμιση ακόμη και σ’ αυτό, έρχεται με την παρουσία ενός ανθρώπου που λέγεται Μαρία, Ορέστης, Αντώνης, Χαρούλα και μπορεί να μας βοηθάει πάντα, να μας ακούει, να μας προστατεύει και να μας αποδέχεται έτσι όπως είμαστε, γιατί ακόμη κι αν κάποια “κομμάτια μας είναι αλλιώς, αυτό δε σημαίνει ότι έτσι είναι όλη η ύπαρξή μας”. Ακόμη κι αν ο άνθρωπος που αγαπήσαμε όσο τίποτε άλλο βρίσκεται σε στάδιο αποσύνθεσης, αυτό δε μας σταματά από το να του μιλάμε και να του λέμε ό,τι σκατά μας κατεβαίνει στο μυαλό. Ακόμη κι αν ο έρωτας είναι απαγορευμένος, αυτό δε σημαίνει ότι παύει η φροντίδα ενός καλομαγειρεμένου φαγητού προς εκείνη την κατεύθυνση. Ακόμη κι αν το σ’ αγαπώ δε μπορεί να ειπωθεί με λόγια, υπάρχουν πάντα τα μάτια κι εκεί είναι που κάνει τον περισσότερο θόρυβο.
Το ότι καταφέρνει πάντα ο δημιουργός να μας φέρνει κοντά στα εντελώς αληθινά ψυχογραφήματα των χαρακτήρων του, είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό. Δεν είναι εύκολο την ίδια στιγμή που βιώνεις ένα συναίσθημα θυμού για έναν χαρακτήρα, να μετατρέπεται σε οίκτο προς τον ίδιο χαρακτήρα. Ούτε κι είναι εύκολο να μετατρέπεις ένα ταμπού σε κάτι που δε θα έπρεπε να είναι ταμπού. Και φυσικά δεν είναι διόλου εύκολο να μπορείς να τα χωράς όλα αυτά και να τα παρουσιάζεις σε απόλυτη εναρμόνιση μέσα σε λιγότερο από 60′.
Δεν πρέπει να αμελούμε ότι προσπαθεί και σχεδόν πάντα καταφέρνει μέσω του έργου του ν’ αφυπνίζει τις ευαισθησίες μας σε συμπεριφορές κακοποιητικές που ζουν και λειτουργούν κοντά μας ή και μέσα μας, να φορτώνει το μυαλό μας με γαμάτες μουσικές διασκευές και να μας κάνει να ψάχνουμε μετά από κάθε επεισόδιο να τις βρούμε, να εμπλουτίζει τις ίριδές μας με φανταστικές φωτογραφίες και να μαγνητίζει την ψυχή μας με χαρακτήρες που είναι φτιαγμένοι με λίγο απ’ όλους μας. Τα αρνητικά τα κρατά αρνητικά και τα θετικά τα διατηρεί θετικά. Δε βλέπεις σχεδόν ποτέ συμβιβασμό σε έρωτα, ηθική και σχέσεις. Είναι καθ’ όλα αληθινός κι ίσως γι’ αυτό κι αρκετά ζηλευτός. Το καλύτερο όμως που έχει ν προσφέρει, είναι εκείνη η γλυκιά αναμονή για το επόμενο επεισόδιο, για την επόμενη δουλειά κι ένα ακόμα crescendo.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου