Βασική προϋπόθεση για να μπορεί κάποιος να βγάλει ένα συμπέρασμα, αν όχι περισσότερα από ένα, βλέποντας μια ταινία ή ένα ντοκιμαντέρ, είναι να δώσει χρόνο μέχρι να τελειώσει αυτό που βλέπει και να κάνει και ένα “sleep on it”. Αν αφορά ταινία επιστημονικής φαντασίας, τα πράγματα είναι ευκολότερα γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι αυτά που παρακολουθούμε δεν μπορεί να συμβούν ή είναι σχεδόν απίθανο να συμβούν.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς ν’ αντικρούσει αυτό περί επιστημονικής φαντασίας, αν αναφέρουμε την ταινία “Contagion” του 2011. Μετά την προβολή της, το σούσουρο που κυριαρχούσε ήταν: «Είναι δυνατόν να συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο στην ανθρωπότητα;» Να τολμήσουμε να πούμε ότι περίπου 10 χρόνια μετά συνέβη; Ή να θυμηθούμε το «Searching» του 2018; Βρισκόμαστε περίπου 4 χρόνια μετά και βιώνουμε όλη αυτήν την αβίαστη χρήση των κοινωνικών δικτύων με αποτέλεσμα ν’ αλλοιώνεται το τι πραγματικά συμβαίνει. Οπότε, δεν είναι απολύτως ασφαλές να ειπωθεί ότι μια ταινία μυστηρίου με αρκετά στοιχεία επιστημονικής φαντασίας έχει τη βάση της μόνο σε σεναριακή φαντασία.
Βλέποντας όμως ένα ντοκιμαντέρ το 2022, που αφορά τη συστηματική εξαπάτηση γυναικών που προέρχονται από ένα background μέσου όρου στα early 30s τους, είναιμ κάτι που αισθανόμαστε άμεσα κοντά μας και σίγουρα εγείρει πάρα πολλά ερωτήματα. Είναι ευαίσθητα τα όρια στα οποία μπορεί κάποιος να κυμανθεί για να σχολιάσει, καθώς η χρήση των συγκεκριμένων μέσων είναι κοινή σε παγκόσμιο επίπεδο και με μεγάλα ποσοστά αποδοχής από τους χρήστες της. Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά όμως αυτής της τεχνολογίας είναι εκείνος ο εξελικτικός τρόπος με τον οποίο αποδομείται η δυνητική συνύπαρξη δύο ανθρώπων.
Όλοι αυτοί, που όχι στο τόσο μακρινό παρελθόν, κρατούσαν τη ζωή στα χέρια τους κι είχαν το δικαίωμα της φυσικής και δια ζώσης επιλογής συντρόφου, κατάφεραν να παραχωρήσουν σ’ αυτά τα εργαλεία ένα μέρος της προσωπικής τους ελευθερίας. Κι είναι ξεκάθαρο ότι ο λόγος για τον οποίο αυτές οι εφαρμογές έχουν στηθεί τόσο θελκτικά και προσεγμένα, είναι ένας και δε χρήζει αναφοράς.
Αυτό που προξενεί αρκετά μεγάλη εντύπωση στο προφίλ όλων αυτών των γυναικών είναι η ευκολία με την οποία πίστεψαν τον θύτη τόσο σύντομα. Ήταν η μεγάλη τους ανάγκη για να νιώσουν την αγάπη; Ήταν η ανάγκη τους για να τεστάρουν το σύστημα στο κομμάτι της επιβεβαίωσης; Ήταν απλώς για το κρεβάτι; Πόσα ακόμη ερωτήματα μπορούν να προστεθούν; Δεκάδες. Και μπαίνει και στοίχημα ότι ο κάθε ένας από εμάς, με γνώμονα την κοινή λογική, θα μπορούσε ν’ απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα δίνοντας μια εναλλακτική ώστε να μη γινόταν χρήση της εφαρμογής αυτής,, βολεμένοι βέβαια κι έξω από το χορό.
Είναι δυσάρεστο να νομίζει ο οποιοσδήποτε ότι μπορεί να πει άσχημα πράγματα για τις γυναίκες αυτές. Ωστόσο είπε, γιατί έτσι είναι ο κόσμος και πολλές φορές λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, του δαχτύλου του σηκωμένου. Η κριτική κι η απόφανση στα λαϊκά δικαστήρια που διαμορφώνονται εδώ κι εκεί, φαντάζει εύκολη και χωρίς συνέπειες. Δε θα έπρεπε να είναι όμως έτσι. Όποιος παρακολουθήσει αυτό το ντοκιμαντέρ, σε πρώτο χρόνο θα έχει μια πιο λάιτ προσέγγιση σ’ όλα αυτά που συμβαίνουν στην αρχή κι όσο θα περνάει η ώρα θ’ αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να μην κινήθηκε καμία υποψία από πλευράς τους για τον θύτη πολύ νωρίτερα, καθώς η τροφή για υποψίες δινόταν από τον ίδιο.
Μη βιαστούμε όμως ν’ απαγγείλουμε το εύκολο κατηγορώ, γιατί δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό η συνήθεια με την οποία έχουμε εξουσιοδοτήσει το σύστημα να μας ματσάρει, με αποτέλεσμα να βιώνουμε πλασματικά συναισθήματα από πολύ νωρίς συνδυασμένα με την τόσο επικίνδυνη αφέλεια και την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Εξαιρετικά απροστάτευτο το πλαίσιο εμπιστοσύνης που μπορεί να δημιουργηθεί σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον εφαρμογών γνωριμιών, κυρίως επειδή οι πληροφορίες που εισάγονται κι εξάγονται μπορεί να είναι, όπως κι ήταν, ψεύτικες και δημιουργήματα για εκατέρωθεν προσέλκυση.
Ο δε θύτης rings many bells σε περιπτώσεις ναρκισσιστικού προφίλ. Έχει όλα τα στοιχεία που τον κατατάσσουν σ’ αυτούς που αποζητούν τη συνεχόμενη επιβεβαίωση εαυτού, της επιθυμίας να θαυμάζεται, της επιδειξιομανίας και σαφώς της έλλειψης ενσυναίσθησης. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της ναρκισσιστικής του προσωπικότητας είναι η μεγαλομανία. Στόχος του δεν ήταν απλώς να εξαπατά γυναίκες, αλλά να τις εξαπατά με δικά τους τεράστια κεφάλαια δείχνοντας ότι κάνει μεγάλη ζωή. Χειριστικός στα συναισθήματα κι επιρρεπής στην αυτο-θυματοποίηση με ένα και μοναδικό σκοπό: τη συνέχιση της εξαπάτησης όλων αυτών και την cold blooded εκμετάλλευσή τους.
Καταφέρνει να περνάει αλώβητος και να κάνει χρήση αυτής της τεράστιας δύναμης που του προσφέρει η εφαρμογή. Κάτω απ’ όλη αυτήν την ψευδο-αυτοπεποίθηση που εκπέμπει, κρύβεται η πολύ χαμηλή αυτοεκτίμησή του κι η μεγαλομανία του που λειτουργεί ως συμπληρωματικός αρωγός γι’ αυτή. Άλλωστε, ποια μεγαλομανία δε συνδέεται με υπερεκτίμηση εαυτού κι υποτίμηση των άλλων;
Είναι θετικό το ότι κάπως τιμωρείται. Στενάχωρο κι άδικο ότι δεν τιμωρείται για όλα. Επίπονο ότι τα χρέη των γυναικών αυτών δεν παραγράφηκαν εφόσον αποδείχθηκε ότι ήταν από δική του προτροπή και για δική του χρήση. Πόσες περισσότερες αποδείξεις και data έπρεπε να υπάρχουν για να τιμωρηθεί για όλα και να πληρώσει και για όλα; Κατά πόσο η οποιαδήποτε πράξη δικαίου θα μπορούσε να τον συνεφέρει δεν είναι κάτι που θα μάθουμε ποτέ, καθώς με το που αφέθηκε ελεύθερος, λόγω καλής συμπεριφοράς, έκανε σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα reboot και συνέχισε να έχει τον ίδιο τρόπο σκέψης προς τον εαυτό του και προς την προβολή του στους άλλους.
Είναι σημαντικό βέβαια που γινόμαστε στο τέλος θεατές μιας υποτυπώδους «κάθαρσις» έχοντας το τελευταίο θύμα να δρα και ν’ αντιδρά την κατάλληλη στιγμή. Γεννάται έτσι και μια εικόνα της διττής δύναμης της τεχνολογίας. Ότι δηλαδή, το μέσο το οποίο χρησιμοποίησε για όλες αυτές τις απάτες, ήταν κι αυτό που τον τιμώρησε, αλλά με χρήση ενός εκ των θυμάτων του. Το motto του, δράση-αντίδραση, έγινε η τιμωρία του. Προσωρινή μεν, αλλά τιμωρία.
Έχοντας δανειστεί κάποια μυστικά εξαπάτησης του Leonardo Di Caprio όσον αφορά τις πλαστογραφήσεις και τις πολλές ταυτότητες από το εξαιρετικό «Catch me if you can» του 2002, το οποίο επίσης αφορά την αληθινή ιστορία του Frank Abagnale Jr., μένει μέχρι εκεί χωρίς καμία άλλη απολύτως ομοιότητα. Δε φτάνει σε καμία περίπτωση να κερδίσει τη συμπάθειά μας και να θέλουμε ίσως και κάποια στιγμή να τον συναντήσουμε και να τον ρωτήσουμε «Πώς αλήθεια κατάφερες να τα κάνεις όλα αυτά;» με ένα σιγοψιθυρισμένο ενοχικό «μπράβο» από μέσα μας, όπως θα λέγαμε στον Frank. Ο Frank όμως, σίγουρα θα ρωτούσε με έκδηλη απαξίωση στον Shimon «πώς μπόρεσες;».
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου