Σ’ όλες τις γειτονιές του κόσμου υπάρχει πάντα μια κυρία Μαρία. Είναι το μόνιμα οικείο μας πρόσωπο, που το βλέπουμε να μας καλημερίζει, να μας ρωτά με πραγματικό ενδιαφέρον τα νέα μας και να μας φροντίζει με τη φιλοξενία του λόγου της και της υπόστασής της. Έτσι και στο “Maestro”, συναντήσαμε και γνωρίσαμε ακόμη μια τέτοια κυρία Μαρία που κρατά στην καρδιά της καλά κρυμμένα μυστικά που συνοδεύονται από αγάπη, χαμόγελο, ζεστασιά αλλά και πόνο, υπομονή, επιμονή κι ανοχή. Πάρα πολύ μεγάλη ανοχή.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, κατάφερε μ’ αυτόν το ρόλο της κας Μαρίας, που υποδύεται ασυναγώνιστα η Μαρία Καβογιάννη, να μας θυμίσει για ακόμη μια φορά τον πόλεμο των δαιμόνων που κυριαρχούν στην ψυχή και το μυαλό μιας γυναίκας που κακοποιείται μ’ όλες τις μορφές. Ως γυναίκα, ως οντότητα, κακοποιείται σωματικά, λεκτικά, ψυχολογικά, πιθανόν και σεξουαλικά μα και πολλές φορές τυχαίνει να κακοποιείται κι ο πιο δυνατός ρόλος της: αυτός της μητέρας. Το μούδιασμα που προκαλείται, την ακρωτηριάζει και την τοποθετεί στην τροχιά ενός αυτό-εγκλεισμού.
Η Μαρία και κάθε γυναίκα όπως αυτή, δε στέκεται απλώς εγκλωβισμένη. Αν ήταν μόνο ζήτημα εγκλωβισμού, θα έψαχνε έναν τρόπο να βρει εκείνη την πόρτα, να την ανοίξει και να φύγει. Όλες οι γυναίκες σαν την κα Μαρία είναι οριακά απαγχονισμένες. Το σημάδι του σκοινιού στο λαιμό τους, ανάλογα με τον φωτισμό της ημέρας και τις διαθέσεις του κακοποιητή, άλλοτε διακρίνεται καθαρά κι άλλοτε διαγράφεται αχνά η σκιά του. Δεν είναι πουθενά ορατή η ελπίδα ότι κάτι μπορεί και θ’ αλλάξει.
Όταν όμως πλησιάζει αυτός που είναι το σκοτάδι το ίδιο, η κα Μαρία αντιπροσωπεύει όλες εκείνες τις γυναίκες των οποίων όταν οι νύχτες πέφτουν, ο φόβος τους είναι πώς θα ξημερώσει η επόμενη μέρα. Είναι αυτές που ξενυχτούν για να κρατούν καραούλι μην τυχόν και κακοπέσει και το παιδί στα χέρια του εκτός απ’ τις ίδιες. Γιατί αυτό θα είναι και το τελειωτικό χτύπημα. Θα είναι όμως; Ή τελικά αν συμβεί κάτι τέτοιο, που πολλές φορές συμβαίνει όπως και με τον Σταύρο, τον γκέι γιο της στη σειρά, η εναπομείνασα δύναμη θα μεταμορφωθεί κι αυτή σε ψυχική αναπηρία κι ανοσία στον πόνο;
Η κα Μαρία του Maestro, δυστυχώς, έχει πολλούς ακόλουθους κι από μόνη της αναφέρεται σε μια ισχυρότατη κατηγορία γυναικών. Εκείνων που ενώ ξέρουν, δεν αντιδρούν. Που ενώ μετατρέπονται σε λέαινες για τα παιδιά τους, τη δύσκολη στιγμή πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Εκείνων που δίνουν την ευκαιρία τη μία μετά την άλλη, ενώ γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για μια ακόμη ευκαιρία. Εκείνων που παίζουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Εκείνων που ακόμη και μετά από πρόκληση αναπηριών από ξυλοδαρμούς, διατηρούν ψήγματα αμφιβολιών ότι μπορεί να έφταιγαν κι αυτές. Εκείνων που κάθε φορά λένε πως θα πάρουν οι ίδιες τον νόμο στα χέρια τους και κάθε φορά ο νόμος αυτός ξεγλιστρά σαν χέλι. Εκείνες που βλέπουν τα παιδιά τους να τα σαπίζει ο ίδιος τους ο πατέρας, γιατί αγάπησαν ένα άλλο αγόρι. Γιατί «καλύτερα νεκρός παρά αδερφή».
Μια γυναίκα όπως η Μαρία νιώθει ανάπηρη, ενώ δεν είναι. Νιώθει μουγκή, ενώ από μέσα της ωρύεται. Γυρνάει την πλάτη της για να μη δει αλλά τα μάτια της στάζουν αίμα. Κι όταν έρχεται η δική της σειρά, γιατί τελικά δεν κατάφερε να προστατεύσει τίποτα απ’ αυτά που ήλπιζε, είναι σαν ν’ ανακουφίζεται επειδή το ενδιαφέρον πλέον επικεντρώνεται σ’ αυτήν και φεύγει απ’ το παιδί. Κι όταν συμβαίνει αυτό, ανάμεσα απ’ τα βογγητά του πόνου, ακούς και ‘κείνο το ξεφύσημα που μοιάζει πολύ μ’ αυτό που θα λέγαμε “παρά φύσιν λύτρωση”.
Για γυναίκες όπως η κα Μαρία, οι αλληλέγγυες πολυκοσμίες που υπάρχουν γύρω τους, δεν έχουν καμία δύναμη επάνω στην απέραντη μοναξιά τους. Η μηχανική και παθητική αποσιώπηση των καθημερινών κακοποιητικών συμπεριφορών επάνω στα παιδιά τους και στις ίδιες ισχυροποιούνται απ’ την επανάληψη του ίδιου έργου. Έχουν περιέλθει σ’ ένα καθεστώς που δεν αφορά μόνο άρνηση και δουλικότητα. Αφορά προσωπικό ξεπεσμό και κατάντια. Αφορά την εκούσια και συνειδητή παράδοση των όπλων στον εχθρό. Ούτε καν λευκή σημαία. Απόλυτη παράδοση. Περιμένουν καρτερικά ότι με την επούλωση των τραυμάτων, θα επουλωθεί κι η ψυχή. Ότι επειδή έγινε μια ή δυο φορές δε θα επαναληφθεί. Ότι οι πληγές που έκλεισαν, δε θα ξανανοίξουν. Μα αυτό δε γίνεται πια. Και το ξέρουν.
Η ψυχή επουλώνεται μόνο με το “κλικ”. Κι αυτό το κλικ που ξαφνικά εμφανίζεται, προσφέρει και μια νότα αλλαγής. Όπως αυτό το βλέμμα της κας Μαρίας στον γιο της, τον Σταύρο, την ώρα του φαγητού. Ένα βλέμμα με νόημα. Μια καμουφλαρισμένη δύναμη που θα εμφανιστεί. Μια αποφασιστικότητα με συγκεκριμένο deadline. Είναι σαν το πανί με τον αιθέρα που ξυπνάει όλα τα ένστικτα πριν σ’ αποκοιμίσει. Είναι η εικόνα της προσωρινής ίασης των σωματικών τραυμάτων που τρεμοπαίζει μέχρι την επόμενη φορά. Είναι όταν ο ψίθυρος μέσα στο σπίτι κι οι συνωμοτικές συνομιλίες όπως: “εδώ είναι αυτός;” “όχι λείπει. Είμαστε ασφαλείς για λίγο” παύει να είναι ψίθυρος και γίνεται μια εκκωφαντική μόνιμη βοή στ’ αυτιά. Όταν λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά, τότε η στιγμή που θα αλλάξει το σήμερα, έχει φτάσει. Δεν επικοινωνείται με το στόμα. Μιλάνε τα μάτια. Σαν τα καταγάλανα μάτια της κας Μαρίας. Κι αυτός ο λόγος, είναι ο πιο ισχυρός.
Η Μαρία αντιπροσωπεύει κάθε μάνα που θ’ αγαπάει το παιδί της γι’ αυτό που είναι. Είναι η μάνα που μπορεί να μην έχει τα πτυχία αλλά έχει τη σοφία και την καλλιέργεια της καλοψυχίας. Είναι η μάνα που άντεξε όχι μόνο το δικό της μαρτύριο αλλά και το μαρτύριο του παιδιού της. Είναι όμως κι η γυναίκα που πιστεύει ότι τα πράματα θα πάνε καλύτερα και γι’ αυτήν όπως πάνε και για τους άλλους. Είναι η γυναίκα που, ανεξάρτητα απ’ τις μελανιές που κρύβει κάτω απ’ το φουστάνι της, θα σηκώσει όλα εκείνα τα βάρη που θα κληθεί να σηκώσει, χωρίς να ακούσει κανείς κιχ.
Κι όταν ακουστεί εκείνο το “κιχ”, θα αναρωτιόμαστε αν ήταν με το σιλανσιέ ή όχι. Και τότε παύει η αποπροσωποποίηση να είναι το καθιερωμένο status όλων εκείνων των γυναικών.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου