Το χθεσινό επεισόδιο ήταν εκείνο της Μαρίας Καβογιάννη. Κάθε στιγμή του μας έβαλε σε σκέψεις που ο καθένας μας, καμιά φορά, δεν τολμά να ομολογήσει ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, είτε γιατί τις βιώνει προσωπικά είτε γιατί τις συναντά σε οικεία περιβάλλοντα. Αυτές έχουν μέσα τους ενοχή, ντροπή αλλά κι ευσυνειδησία και μια ξεκάθαρη λογική μιας κι αφορούν συναισθήματα που έμειναν καταπιεσμένα, γι’ αυτό και μετατράπηκαν σε σκέψεις που δεν εκφράστηκαν ποτέ αλλά ούτε κι έγιναν πράξη.
Μια απ’ αυτές έχει να κάνει με το ότι συχνά νιώθουμε εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητά μας, στη διασκέδασή μας, στη σχέση μας και παράλληλα συνδέουμε την ανάγκη να έχουμε ως προτεραιότητα το μοτίβο της αποδοχής μας από τους άλλους. Αυτή η δύναμη που έχουμε επιτρέψει να έχουν στις ζωές μας οι ξένοι, οι άγνωστοι, οι γείτονες είναι καταλυτική και προκαλεί αναπηρίες. Την ίδια ακριβώς αναπηρία που απέκτησε κι η Μαρία, φοβούμενη επί χρόνια πως αν μιλήσει, αν αντιδράσει, αν πράξει, θα αποκτούσε άλλο όνομα από εκείνο που τη βαφτίσανε. Θα ήταν η ανεπαρκής μάνα που δεν έκανε υπομονή για το παιδί της ή η επιπόλαιη σύζυγος που βιάστηκε να κατηγορήσει τον σύζυγό της. Μουγκή λοιπόν, αυτό που κατάφερε ν’ αποκτήσει ήταν η μέγιστη ψυχική αναπηρία: η αυτοκαταστροφική ανοχή.
Αυτή η ανοχή, συναντάται πολύ συχνά γύρω μας. Μεταποιείται πολλές φορές και στο συναίσθημα του ψευδούς αλτρουισμού καθώς καταπατάται πλήρως και καταχρηστικά ο ίδιος μας ο εαυτός. «Θέλουμε να πιστεύουμε ότι βαθιά μέσα του υπάρχει κάτι καλό» σκέφτηκε φωναχτά η Μαρία και μας έκανε οριακά να το πιστέψουμε, αν κι η εικόνα σε καμία περίπτωση δε συναντούσε πουθενά το καλό. Συναντούμε αντίστοιχες διαστρεβλώσεις του καλού, φτάνοντας στο σημείο να λέμε στον εαυτό μας πως αυτό που συμβαίνει είναι το φυσιολογικό και πρέπει να συμβαίνει. Εισάγουμε έναν, κατά φαντασίαν, σαρωτή μέσα μας, ελπίζοντας ότι κάτι θ’ αλλάξει. Δε θ’ αλλάξει ποτέ. Κι η αλλαγή σ’ αυτών των ειδών τις καταστάσεις είναι μονάχα η οριστική παύση τους.
Ο χειριστικός και γεμάτος εκφοβισμό χαρακτήρας που υποδύεται εξαιρετικά ο Γιάννης Τσορτέκης, αποκαλύπτει όλα τα χαρακτηριστικά εκείνων που χειραγωγούν ζωές χρησιμοποιώντας χέρια, μάτια και στόμα. Η εν ψυχρώ συνδυαστική συνύπαρξη και των τριών αυτών στοιχείων είναι πολύ διαδεδομένη και κοινή εκεί έξω. Αρκεί να είμαστε παρατηρητικοί κι όχι επαναπαυμένοι. Είναι κι αυτή η αναθεματισμένη ψευδαίσθηση της πίστης ότι “επιτυγχάνεται το καλό όταν προκαλώ το κακό φέρνοντας την τάξη” κι έτσι έρχεται κι εκείνο το ντοπάρισμα που χρειάζονται όλοι αυτοί για να βρίσκονται μόνιμα σε μια φαντασιόπληκτη αυτοσχέδια ευχαρίστηση. Κοτσάρουν κι έναν σταυρό στο λαιμό σαν ξόρκι και νομίζουν ότι έχουν και την ευχή του ανώτερου σύμπαντος.
Η οικογένεια του δυνητικού δημάρχου είναι απ’ αυτές που έχουν το καλό όνομα στη μικρή κοινωνία. Παντού υπάρχουν αυτές οι οικογένειες. Σ’ όλες τις κοινωνίες, είτε είναι μικρές είτε μεγάλες. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας προσπάθειας να χτιστεί η τέλεια βιτρίνα της αψεγάδιαστης οικογένειας μα κι εκείνης που όταν κλείνουν οι πόρτες, το σκηνικό απογυμνώνεται κι δείχνει αυτό που πραγματικά είναι. Μια αλλά αντ’ άλλων ζωή, ανάμεσα στα μπερδεμένα μέλη που την απαρτίζουν και στα πάθη που κουβαλά ο καθένας.
Ως παιδιά κι εμείς, θυμόμαστε συχνά τους δικούς μας να θέλουν να έχουν μια καλή εικόνα προς τα έξω γιατί αυτό ήταν το αναμενόμενο και το υποτιθέμενα σωστό. Θυμόμαστε επίσης την απότομη απομυθοποίηση των γονιών μας, όταν αντιληφθήκαμε ότι κάνανε μεγάλα λάθη που στοίχισαν την ηρεμία της οικογένειας κι έκαναν πως δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτό. Οι σκηνές σ’ αυτό το σπίτι, μας φέρνει και θύμησες από τους απόηχους των μεγάλων εξομολογήσεών μας (για τα δικά μας μάτια και ψυχές) οι οποίοι στέκονταν σχεδόν χωρίς βοή, γιατί υπερκαλύπτονταν απ’ τα επτασφράγιστα μυστικά που κρύβονταν απ’ τους μεγαλύτερους.
Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: Πόσο τελικά διαφέρει μια οικογένεια από μια άλλη κεκλεισμένων των θυρών; Η υποκρισία του καλού σπιτιού κάνει εκκωφαντική φασαρία στ’ αυτιά μας καθώς μας βάζει κατευθείαν στη διαδικασία να σκεφτούμε ότι όσο εγκληματίας είναι ο ψηλά στα μάτια όλων δυνητικός δήμαρχος, άλλο τόσο είναι κι ο κακοποιητής με τον οποίον συνεργάζεται. Η διαφορά τους έγκειται μόνο στο ότι ο ένας δεν κακοποιεί τη σύζυγό του. Κατά τα άλλα, δεν απέχουν και πολύ. Κι εκεί έξω, γύρω μας κι ανάμεσά μας, πόσες είναι οι φορές που αποφασίζουμε να συνεργαζόμαστε και να συναλλασσόμαστε μ’ ανθρώπους που στην προσωπική τους ζωή έχουν μαύρα στίγματα συμπεριφορών, αλλά στη μεταξύ μας σχέση μάς εξυπηρετούν; Μήπως αυτό τελικά είναι κακοποιητικότερο του κακοποιητικού; Ή έχουμε εκείνο το αλφάδι που ζυγιάζει κι ισιώνει την πιο συμφέρουσα για εμάς κατάσταση; Κι όταν καεί ο δικός μας ο κώλος για τα καλά, τότε θα δράσουμε αλλιώς ή θα κάνουμε πως ξεχάσαμε κι όλα καλά;
Αν θέλουμε να δούμε και τον ρόλο των παιδιών και πώς αυτός καθορίζει την εξέλιξη μιας οικογένειας, μπορούμε να πάρουμε παράδειγμα τον Σπύρο, τον Αντώνη και την Κλέλια και να τους βγάλουμε το καπέλο. Κι οι τρεις τους μα κι ο καθένας ξεχωριστά αναλαμβάνει πρωτοβουλία να πατήσει πόδι, ν’ απειλήσει μ’ όποιο μέσο μπορεί, να ζητήσει εξηγήσεις, να ορθώσει ανάστημα, να κάνει κατανοητό ότι η παιδική αγάπη κι η αποδοχή δεν είναι δεδομένη και να ζητήσει ν’ αναληφθούν ευθύνες. Είτε έχουμε παιδιά, είτε συναλλασσόμαστε μ’ αυτά, βιώνουμε συχνά εκείνο το συναισθηματικό ξεβράκωμα. Είναι σαν να μας παίρνουν απ’ το χέρι και να μας οδηγούν μπροστά σ’ ένα τεράστιο καθρέφτη δείχνοντάς μας ποιοι πραγματικά είμαστε γιατί, απ’ τη μόνιμη ωραιοποίηση των εαυτών μας, έχουμε ξεχάσει μέρος της ψυχικής μας αποσύνθεσης αλλά και των επαναλαμβανόμενων λαθών.
Μέσα σ’ αυτές βέβαια τις μαύρες κηλίδες που αποτυπώνονται στη σειρά και μαγνητίζουν τα μυαλά μας κάνοντάς μας ν’ αναθεωρήσουμε και κάποιες δύσκολες σκέψεις ή και μετανιωμένες πράξεις μας, έρχονται και τα αισιόδοξα πατήματα που ελαφραίνουν την καρδιά μας και μας θυμίζουν πως υπάρχουν πάντα και παντού τα ελιξήρια προς άμεση χρήση. Ένα απ’ αυτά είναι η δύναμη της μουσικής, ακόμη κι όταν όλα γύρω μας είναι μαύρα. Πολλοί την έχουμε ως πρώτη επιλογή. Έτσι κι η Μαρία, μας θυμίζει πως μέσα απ’ τη μουσική παίρνει δύναμη – δεν ξεχνάει- για να σκέφτεται όλα αυτά που πρέπει να κάνει. Κι αν πάρουμε παράδειγμα κι απ΄τους εαυτούς μας, ακούγοντας μουσική, πήραμε αποφάσεις που μας ζόρισαν, στείλαμε μηνύματα που έμεναν στα πρόχειρα, κάναμε τα ξεχασμένα βήματα γιατί ο στίχος εκείνη τη στιγμή μας έδινε τη λύση. Μέσω της μουσικής, η Μαρία καταφέρνει να μας υπενθυμίσει πως η φανταστική λύτρωση μπορεί να καταστεί και πραγματική.
Ένα ακόμη στοιχείο που φώτισε το χθεσινό επεισόδιο και μας έκανε ν’ αναζητήσουμε, αυτοί που δεν τις έχουμε πια κοντά μας αλλά και να τρέξουμε να κάνουμε μια αγκαλιά στους προικισμένους που τις έχουν ακόμη στις ζωές τους, ήταν η σοφή και κουλ γιαγιά. Δε θα μείνουμε στο ανεξέλεγκτο ταλέντο της Χαρούλας και του ρόλου της, αλλά στην ουσία. Οι γιαγιάδες ενώνουν, μ’ ένα παράδοξο τρόπο, το χάσμα του παιδιού τους με το εγγόνι τους. Αντιπροσωπεύουν το παρελθόν, ευγνωμονούν το παρόν που τους δίνεται και συντροφεύουν το μέλλον με τις συμβουλές που μένουν ανεξίτηλες. Αναλαμβάνουν ανιδιοτελώς την ευθύνη των λαθών γιατί δεν έχουν πια την πολυτέλεια του χρόνου. Η γιαγιά είναι ο ορισμός της απόλυτης αποδοχής και στο σίριαλ αλλά και στην πραγματική ζωή. Είναι το αποκούμπι μας κι η μόνιμη εναλλακτική μας λύση. Οι γιαγιάδες είναι πάντα πολύ μπροστά, όπως είπε κι η Κλέλια στη δική της.
Βλέποντας κι αυτό το επεισόδιο του Μαέστρο, είναι σαν να έχουμε δει μια σοφή τριλογία. Αν κι απογοητευόμαστε κάθε φορά που έρχεται η ώρα να μπουν οι τίτλοι τέλους, το βασικό συναίσθημα που μένει είναι η πληρότητα των μηνυμάτων που πέτυχε ο δημιουργός να μεταφέρει μέσω των διαλόγων, μονολόγων κι αφηγήσεων των πρωταγωνιστών. «Όλα θέλουν το χρόνο τους για να γίνουν», είπε σε κάποια στιγμή η Μαρία και σίγουρα αυτή της η πρόταση αντικατόπτριζε και μέρος της πολυσύνθετης προσπάθειας του δημιουργού να φέρει εις πέρας όλο αυτό το έργο, το οποίο και κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί σαν ένα μικρό μανιφέστο για τον καθένα μας, κάθε φορά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου