Έχουν γραφτεί πολλές ιστορίες σε δωμάτια ξενοδοχείων. Έχουν μείνει ακοινοποίητες πολλές στιγμές που ήταν δύσκολες, εύκολες, τολμηρές, ρομαντικές, εκστατικές. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι απλώς τέσσερις τοίχοι, ένα κρεβάτι, ένα μπάνιο κι ένα χωλ. Είναι χώροι με προσωπικότητα, που μπορούν και φιλοξενούν πολλές φορές αυτά που δεν μπορεί να φιλοξενήσει ένα σπίτι. Και πριν προτρέξουμε, με φόβο να γίνουμε απόλυτοι, υποστηρίζοντας πως όλα φιλοξενούνται σ’ ένα σπίτι, ας σκεφτούμε τις φορές που επισκεφθήκαμε ένα τέτοιο δωμάτιο και ποιος λόγος κρυβόταν από πίσω κάθε φορά.
Ένας απ’ αυτούς θα ήταν γιατί λείψαμε εκτός πόλης ή χώρας για επαγγελματικούς, ιατρικούς και προσωπικούς λόγους. Ένας άλλος θα ήταν οι διακοπές μας. Κάτι ακόμη που θα μπορούσε να προστεθεί στη λίστα θα ήταν η διαμονή μας εκεί λόγω μιας έκτακτης μετακόμισης -αδυνατώντας παράλληλα να μείνουμε κάπου αλλού. Τα σεμινάρια και τα συνέδρια που μπορεί να συμμετείχαμε είναι κι επίσης λόγοι για τους οποίους φιλοξενηθήκαμε σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου.
Πέραν όμως των κλασικών λόγων, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν κι αυτοί για τους οποίους δε θα μπορούσαμε να ‘χαμε προνοήσει. Πόσες ήταν εκείνες οι φορές που νιώσαμε την ανάγκη να φύγουμε απ’ το σπίτι μας γιατί μας έπνιγε ο οικείος χώρος; Πόσες κι οι άλλες που κλείνουμε την πόρτα πίσω μας με δύναμη -ψιλογκρεμίζοντας τα γύρω τοιχάκια-, μπαίνουμε στ’ αμάξι και ψάχνουμε για μια ουδέτερη φωλιά; Τι κι αν προσπαθούμε να καταλαγιάσουμε την ανάγκη φυγής, προσπαθώντας να μείνουμε εντός σπιτιού και κάνοντας φευγαλέες σκέψεις ότι θα περάσει κι αυτό, κάποιες φορές αυτό που υπερισχύει είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο κι εκτός της οικείας εμβέλειας.
Ένας ξαφνικός καβγάς με το ταίρι, μια έντονη αψιμαχία με τα παιδιά, ένα αναπάντεχο αίσθημα κλεισούρας στον ίδιο μας τον χώρο. Μια ανατριχίλα εγκλωβισμού, ένα συναίσθημα έλλειψης οξυγόνου, μια αίσθηση αδιεξόδου. Ένα δυνατό μας προσωπικό ξέσπασμα, μια έντονη ανάγκη για γοερό κλάμα, μια ανυπότακτη ορμή για ερωτική επαφή, μια ανάγκη για μοναχικότητα αφορούν κάποια από αυτά που νιώθουμε συχνά και θάβονται.
Πάντα θα υπάρχει το σπίτι του κολλητού και το θεσπέσιο σαλονάκι του αμαξιού μας. Παραδίπλα, όλο και θα βρίσκεται ένα πάρκο ή μια αλάνα μ’ εκείνο το παγκάκι που γράφει στιχάκια έρωτα κι εκδίκησης μαζί. Δε στέκονται όμως ως λύσεις κι ούτε τις ζητάμε ως καταφύγιο. Η ελευθερία όμως που μπορούμε να νιώσουμε χρησιμοποιώντας ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για να αφεθούμε είναι συγκλονιστικά ανακουφιστική. Είναι μια λύση εύκολη και διαλλακτικά οικονομική. Μπορεί να είναι απομακρυσμένη, να γειτνιάζει με το σπίτι ή την εργασία μας. Μπορεί να είναι λουξ ή κόμφορτ. Μπορεί να είναι δίκλινη ή τζούνιορ σουίτα.
Ό, τι κι αν είναι, ένα είναι το σίγουρο. Είναι μια λύση. Και η λύση αυτή είναι εκείνη η είσοδος, άλλοτε πιο επιβλητική κι άλλοτε πιο προσιτή, με τον εφημερεύοντα ρεσεψιονίστ, ο οποίος θα δείξει την απαραίτητη ψυχραιμία και σε χρόνο βραχύ θα καταφέρει να μας ικανοποιήσει, δίνοντάς μας αυτό που επιθυμούμε. Ένα απρόσωπο νούμερο, σ’ έναν όροφο που με τη βοήθεια της μαγνητικής κάρτας, θα ανοίξει και θα ξεπροβάλλει μπροστά στα μάτια μας αυτό που μανιωδώς αποζητάμε εκείνη τη στιγμή. Έναν χώρο μόνο για μας. Χωρίς κανέναν να μας περιμένει και κανέναν να μας βλέπει.
Θα ήταν επιπόλαιο κι άδικο από πλευράς μας αν παραλείπαμε μια επιπλέον απόχρωση αυτών των δωματίων. Από εκείνες που ζωντανεύουν συναισθήματα και πόθους κι αφορούν άλλες δραστηριότητές μας. Από εκείνες που ανοίγοντας την πόρτα υπάρχει κάποιος που μας περιμένει. Δωμάτια με επικίνδυνη άνοδο της θερμοκρασίας. Δωμάτια γεμάτα απ’ τον έρωτα που γεννάται και γιορτάζεται κάθε φορά.
Κι αν έχουμε εκμεταλλευτεί την άνεση των δωματίων αυτών… Κι αν έχουμε αφήσει τα σημάδια μας στα φρεσκοστρωμένα κρεβάτια… Κι αν έχουμε λερώσει το κατάλευκο των σεντονιών με τα κραγιόν μας και τη μισοβγαλμένη μάσκαρα. Αυτά τα δωμάτια έχουν ακούσει εχέμυθα μυστικά. Έχουν δει σκηνές έρωτα. Οι καθρέπτες τους έχουν ιδρώσει και ξεϊδρώσει εκατοντάδες φορές απ’ τις ανάσες. Έχουν ακούσει καρδιοχτύπια την ώρα της κορύφωσης. Έχουν αφουγκραστεί κάθε γενναίο συναίσθημα παραδοχής λάθους και σωστού. Και τα λόγια που βγήκαν απ’ τα στόματα, έμειναν απενεχοποιημένα για όσο διήρκεσε η παραμονή. Μα το σημαντικότερο όλων: έμειναν όλα μυστικά.
Άραγε μετράμε τις φορές που νιώσαμε ασφαλείς με τα μυστικά μας; Που μοιραστήκαμε βαθιές σκέψεις και λόγια κι ανακαλύψαμε ότι το δικό μας μυστικό έγινε τελικά μυστικό πολλών; Η σοφή γιαγιά μου έλεγε πως «Ένα μυστικό που το ξέρουν δυο, παύει να’ ναι μυστικό». Ένα τέτοιο δωμάτιο, όμως, ένας τέτοιος χώρος, θέλοντας και μη, μας προσφέρει τη δυνατότητα να μη μάθει ποτέ κανείς τίποτα.
Η έμπνευση γι’ αυτό το άρθρο ήρθε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Στον διαθέσιμο χρόνο που είχα, έπιασα το laptop κι αβίαστα ξεκίνησα να γράφω. Οι πρώτες σκέψεις ορμητικές, με διφορούμενα αρνητικό πρόσημο και φόβο να παρεξηγηθεί το περιεχόμενο. Συνήθως υπάρχει μια μιαρή σύνδεση κι εικόνα μ’ αυτά τα δωμάτια. Δε θα έπρεπε. Κατοικήθηκαν από πολλούς από εμάς με τις παραπάνω ανάγκες. Έχοντας ως πυξίδα πως τα μικρά κι αβίαστα πράγματα είναι αυτά που μας διαφοροποιούν και μας κάνουν να είμαστε αυθεντικοί, έτσι κι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, κρύβει κι εκτιμά τη σημαντικότητα όλων αυτών που άφησαν τα σημάδια τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Κι αν τελικώς προσωποποιούνταν, μπορεί να ήταν ο καλύτερός μας φίλος.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.