Έχουμε προσπαθήσει ποτέ να ρίξουμε εκείνη τη ματιά στα μικρά ανθρωπάκια που μας περικυκλώνουν ώστε να δούμε βαθιά και χωρίς προκατάληψη το μέσα τους; Μπορούμε να μην τα βομβαρδίζουμε με παρατηρήσεις κι ερωτήσεις κάθε τρεις και λίγο; Καταφέρνουμε να μην είμαστε συνεχώς έτοιμοι να ξεστομίσουμε τις λέξεις «μην», «δεν», «όχι» σ’ αυτά που μας λένε, επιτρέποντάς τους να μας δείξουν ότι υπάρχει και μια άλλη πλευρά που έχουμε ξεχάσει;
Η ανάγκη να μείνουμε παιδιά, έχοντας ως παράδειγμα την αθωότητά τους, αφορά τον λόγο ύπαρξής μας. Έτσι θα μπορούσαμε να διακρίνουμε, όπως ακριβώς κάνουν τα παιδιά, το καλό απ΄ το κακό, το κοινό απ’ το ιδιόκτητο, το ταπεινό απ’ το υπερήφανο, το δίκιο απ’ τ’ άδικο. Αντίθετα εμείς, ως ενήλικες, καμιά φορά πιστεύουμε ότι η διατήρηση της παιδικότητάς μας φαντάζει παράταιρη σ’ ένα τόσο σοβαρό κόσμο. Παλεύουμε να κρύψουμε το μικρό παιδί που κατοικεί μέσα μας και το αμελούμε συστηματικά. Ίσως και να το διώχνουμε, κάνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα απ’ τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής μας. Αυτό της αυταπάρνησης.
Παντού υπάρχουν και κυκλοφορούν παιδιά. Όχι τα δικά μας απαραίτητα. Ανίψια, βαφτιστήρια, παιδιά φίλων, παιδιά που έχουμε επιλέξει να τα έχουμε στη ζωή μας με διάφορους τρόπους- παιδιά όλων. Πέραν της μοναδικής μεταδοτικότητας που έχουν να μεταφέρουν συναισθήματα, έχουν και μια έμφυτη φιλοσοφική προσέγγιση στα πράγματα. Μέρος αυτής της φιλοσοφικής πινελιάς συναντάται είτε σε ατομικές ή και συλλογικές ενασχολήσεις τους. Δε χρειάζεται πολύς χρόνος για ν’ αντιληφθεί κάποιος τις παιδικές δεξιότητες που αναπτύσσονται στο λεπτό και που αποτελούν θεμέλια για ελεύθερους στοχασμούς. Δίνεται η εντύπωση, ότι κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, αφουγκράστηκαν, a priori, πολλές φιλοσοφικές στάσεις ζωής κι αξίες. Αν καταφέρνουμε να μην επεμβαίνουμε με παγιωμένες διδαχές και πεποιθήσεις στα δρώμενά τους, τότε θα δούμε να διατηρείται ανόθευτη η πρώτη ύλη τους.
Πώς γίνεται, κάθε φορά που συναλλασσόμαστε με παιδιά να διακρίνονται μέσα τους σαν λογισμικό, τα λόγια του Μαχάτμα Γκάντι; «Ζήσε σαν να μην υπάρχει αύριο. Μάθε σα να ήσουν για να ζήσεις για πάντα». Η δύναμη να ζουν το τώρα και να το χαίρονται είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη. Δεν υπάρχει πριν, ούτε μετά. Με σουρεαλιστικές θεατρικές αναπαραστάσεις μέσα στο παιχνίδι τους, ο θάνατος έχει τη θέση του. Εναλλάσσονται ρόλοι και μ’ έναν μαγικό τρόπο, όλα είναι αθάνατα. Ξανασηκώνονται και ξαναζούν. Καταφέρνουν, αν τους το επιτρέψουμε, να μας δέσουν μ’ αυτή τους την ενέργεια και να μας κάνουν κι εμάς να ξανασηκωθούμε, που τόσο συχνά πέφτουμε.
Τα παιδιά καθοδηγούν εμάς. Μας μαθαίνουν πως υπάρχει τρόπος να ταυτιστούμε και να προσφέρουμε βοήθεια. Προσαρμόζουν στη ζωή τους το ρητό του Σωκράτη «Τα δυνατά μυαλά συζητούν ιδέες, τα μέτρια γεγονότα και τα αδύναμα άλλους ανθρώπους», επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στο επόμενο παιχνίδι, σχέδιο και κατασκευή, απορροφούμενα απ’ την ουσία αυτών κι όχι από κουτσομπολιά κι μικρότητες. Κάθονται συχνά σε αυτοσχέδιους κύκλους, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο κι εύκολα μεταβιβάζουν πληροφορίες. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ρίχνουν κάθε λεπτό ιδέες για να κάνουν καλύτερο τον στόχο τους, να βελτιώσουν την απόδοσή τους και να μην αφήσουν τίποτα να πάει χαμένο. Επιδιώκουν, ασυναίσθητα ίσως, το τέλειο πάντρεμα ιδέας και εφαρμογής. Δεν τους νοιάζει απαραίτητα η έκβαση του παιχνιδιού αλλά περισσότερο η δημιουργία του.
Σίγουρα έχουμε ακούσει από παιδικά στόματα ότι η ομάδα καταφέρνει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι η μονάδα από μόνη της. Είναι σαν να είχαν τον Μάρκο Αυρήλιο στην παρέα τους και να τους συμβούλευε λέγοντάς τους «Οι άνθρωποι έγιναν ο ένας για τον άλλον. Ή να τους καθοδηγείτε λοιπόν, ή να τους δέχεστε όπως είναι». Θεωρούν αυτονόητο να ομαδοποιούνται και το παιδικό, αθώο κι άσπιλο πνεύμα τους τούς κάνει να περνάνε καλύτερα όταν είναι πολλοί. Έτσι μοιράζονται τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες. Οι ηγετικοί ρόλοι εναλλάσσονται με σωστή περιστροφή. Η δικαιοσύνη ρέει μ’ έναν αυτοματοποιημένο τρόπο κι αν τολμήσει κάποιος να κάνει παρασπονδία, τον επαναφέρει το σύνολο γρήγορα στη σωστή θέση. Δε θέλει κανείς ν’ αλλάξει κανέναν. Αντιθέτως, χαίρονται που είναι όλοι τους διαφορετικοί.
Ο οίστρος που τα διακατέχει στο να μην αφήνουν τίποτα ανεξερεύνητο και να προσπαθούν με νύχια και με δόντια να βγάλουν πάντα κάτι καλό, είναι έκδηλος. Σ’ αυτόν ακριβώς τον οίστρο, κατοικούν και τα Κομφουκιανά λόγια «Η ευτυχία βρίσκεται μέσα σ’ όλα τα πράματα. Φτάνει να ξέρεις πώς να τη βγάλεις». Η τόσο έντονη επιμονή τους, για κάτι που εμείς, ως ενήλικες, θα παρατούσαμε απ’ την πρώτη στιγμή, είναι αξιοθαύμαστη. Διαισθάνονται ότι και το πιο απλό και λιτό παιχνίδι έχει λόγο που υπάρχει κι είναι άξιο εξερεύνησης.
Αν τρέξουν και πέσουν, θα σηκωθούν, θα ξανατρέξουν, ακόμη κι αν υποψιάζονται ότι θα ξαναπέσουν. Αν ένα παιχνίδι δεν πάει τόσο καλά και καταλήξει να είναι και λίγο ανίερο, δε θα το αφήσουν στη μοίρα του. Θα βρουν τρόπο να το μεταμορφώσουν και να το κάνουν πιο δραστικό κι επίκαιρο. Σκάνε στα γέλια με τις γκάφες που κάνουν μεταξύ τους. Ο θυμός, ακόμη κι αν κάνει την εμφάνισή του, είναι τόσο πρόσκαιρος, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Όλος αυτός ο ενθουσιασμός που υπάρχει, γεννά την ελπίδα ότι δε θα ξεμείνουν ποτέ από παιχνίδια κι είναι ένας λόγος να ονειρεύονται για την επόμενη φορά. Κλειδώνουν μέσα τους τα λόγια του Καντ, «Οι δυσκολίες της ζωής αντιμετωπίζονται συνήθως με 3 τρόπους: την ελπίδα, το όνειρο και το χιούμορ».
Το Σοφόκλειο ρητό «Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς δυσκολία» το συναντάμε στη διαδραστικότητα των παιδιά συνεχώς. Πρέπει πάση θυσία να πετύχουν αυτό που έχουν βάλει στο μυαλό τους, ακόμη κι αν φαντάζει απίθανα δύσκολο. Κι αν έχουμε γίνει θεατές εκείνου του επιδαπέδιου πείσματος όταν θα τύχει να τους πούμε: «Ξέρεις, είναι δύσκολο. Ας το αφήσουμε για μια άλλη φορά!» Η απάντηση θα είναι πάντα μία και θα είναι πάντα η ίδια: «Ας είναι. Εγώ θα τα καταφέρω!». Κι όντως, το καταφέρνουν.
Δεν έχει τόση σημασία η επιτυχία, όσο η επιθυμία. Από εκεί ξεκινούν όλα. Όταν ο Γκαίτε δήλωσε «Αν θες κάτι μ’ όλη σου την ψυχή, το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να σε βοηθήσει να το πετύχεις», πιθανόν να σκεφτόταν την παιδική επιθυμία. Το θέαμα εκείνο των μικρών ματιών που σφίγγονται μ’ όλη τους τη δύναμη, μένοντας ερμητικά κλειστά μα κι εκείνα τα μελιστάλαχτα στοματάκια που σιγοψιθυρίζουν την ευχή και την επιθυμία, είναι όλη η μετά-γενετήσια ακολουθία τους, που εστιάζει στην πίστη ότι θα γίνει αυτό που ποθούν. Το πιστεύουν σαν να έχει ήδη γίνει. Ξέρουν πως η ευχή τους θα πραγματοποιηθεί. Δεν τους μπλοκάρει καμιά λογική επεξήγηση αλλά και κανένας νόμος της φυσικής.
Όλα τα παιδιά του κόσμου δεν ξεχωρίζουν την αγάπη, δεν την μοιράζονται αλλά την πολλαπλασιάζουν. Η αγάπη είναι μία, όπως ακριβώς ήταν και για τον Σαρτρ «Στην αγάπη, ένα κι ένα κάνουν ένα». Ποτέ δε θα σκεφτόταν ένα παιδί ότι εφόσον αγαπάει κάποιον, δεν μπορεί ν’ αγαπήσει και κάποιον άλλον. Η καρδιά τους είναι τεράστια κι απύθμενη. Η παραγωγικότητά της λειτουργεί στο ζενίθ. Καλύπτει και τα κενά των μεγάλων που δεν μπορούν να δώσουν ή να δεχθούν αγάπη. Δεν είναι μαθηματικά. Είναι η βασική γλώσσα επικοινωνίας τους. Είναι η φύση τους.
Οι φιλόσοφοι, ανά τους αιώνες, αφιέρωσαν άπλετο χρόνο για να διαβάσουν, να στοχαστούν, να εμπνευστούν και τελικώς να καταλήξουν σε επίκαιρες αλήθειες που εντοπίζονται με μεγάλη ορατότητα στις συναναστροφές μας με τα παιδιά. Κληροδότησαν στο dna των παιδιών, μ’ έναν υπερφυσικό τρόπο, όλα τους τα γνωμικά. Είναι βέβαιο, πως ο κόσμος μας θα ήταν πλουσιότερος από ντομπροσύνη, ευαλωτότητα και ηθικό συναίσθημα, αν καταφέρναμε να προφυλάξουμε την ψυχοσύνθεσή τους απ’ την ενήλικα στιγματισμένη μιαρότητά μας. Επιτρέπουμε λίγο πολύ, να μένει ανεκμετάλλευτος ο μεγαλύτερος πλούτος της ζωής.
Αν λοιπόν οι σοφοί των καιρών κατάφερναν να κάνουν ένα υπεραστρικό ταξίδι μέσα από μαύρες τρύπες και σύμπαντα, θα ζητούσαν να συνομιλήσουν με παιδιά κι όχι με εμάς. Κι ο κύριος λόγος θα ήταν ένας: Να έχουν απέναντί τους μια αλήθεια χωρίς νεκρές γωνίες και μια καρδιά χωρίς σίδερα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου