Είναι λες κι ό,τι σκοτεινή δύναμη υπήρχε στον ουρανό και στα κατάβαθα της Γης ενώθηκε κι ακούμε και ζούμε τις τελευταίες μέρες, μήνες, χρόνια γεγονότα που δε θα έπρεπε ν΄ακούμε και να ζούμε. Το νεκρό έχει αλλάξει ρότα και χτυπάει συνεχώς το πιο τρυφερό βλαστάρι της ύπαρξης. Ο θάνατος είναι σε συνεχόμενη παρά φύσιν λειτουργία. Έχει χαθεί ο κύκλος της ζωής, έχει χαθεί η νιότη, έχει χαθεί η ελπίδα. Βλέμματα κενά, σώματα μουδιασμένα, στόμα μουγκό, καρδιά με περιστασιακές αρρυθμίες. Η λύπη έχει γίνει κατάθλιψη βαριά κι έχει εγκατασταθεί σ’ όλους μέσα μας. Ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε εξηγήσεις και να λυθούν η κάθε λογής ανθρώπινες απορίες αλλά μόνιμα πέφτουμε στο κενό. Κι εκεί που λες ότι σταμάτησε το κακό, τότε ξανάρχεται με άλλο πρόσωπο, πιο αδυσώπητο κι απ΄το προηγούμενο. Κι αναρωτιέσαι φωναχτά όλη μέρα «Μα δεν είναι δυνατόν!». Και σιγοκλαις κάθε βράδυ μέχρι που η σιγή γίνεται θόρυβος και το κλάμα, οδυρμός.
Η πίστη χάνεται, η λογική διαλύεται, ο νους αποχαυνώνεται κι η ψυχή βρίσκει μόνο να φωλιάσει στον πόνο. Και μετά, έχεις ανάγκη να βρεις ένα αποκούμπι να σου καταλαγιάσει τον θυμό, το μίσος και την παράνοια. Θες απεγνωσμένα να εκτονώσεις όλη την οργή γιατί έχεις χάσει την αγάπη και συγχώρεση. Και διαβάζεις ένα απόσπασμα του Γιάννη Ρίτσου και κάπως βοηθιέσαι. Και κάπως ξαναβρίσκεις την ανάσα σου. Και κάπως καταφέρνεις με το νου να αλλάξεις το θάνατο και να τον κάνεις ζωή. Κάπως…
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαϊ κι ακούει το νερό μα κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί.»
Ο,τι κρατιέται ζωντανό στη μνήμη και στην καρδιά, δε βρίσκει ποτέ θάνατο. Πόσω μάλλον ένα παιδί που απήχθη βίαια από την ασπίδα της μάνας κι από τη θαλπωρή της ύπαρξής της. Δεν το αφήνει να συμβεί αυτό ποτέ μια μάνα. Αρνείται την οριστική διακοπή. Δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί ακόμη κι αν συμβαίνει. Μαθαίνει να ζει με την εικόνα και την παραίσθηση τη μετατρέπει σε πραγματική αίσθηση. Το παιδί είναι πάντα εκεί, κοντά της.
«Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.»
Μάνα γίνεσαι απ’ τη στιγμή της σύλληψης. Ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Το μαξιλάρι που βαστάς ανάμεσα στα πόδια σου στον βραδινό ύπνο για να μπορέσεις να βολέψεις το σώμα σου μπας και κοιμηθεί, το κρατάς νοερά για πάντα ακόμη κι όταν η κοιλιά έχει γίνει όπως πριν κι αυτό που ήταν μέσα τώρα είναι δίπλα σου, πλάι σου, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Είναι όμως εκεί. Όταν αυτό το «εκεί» δεν υπάρχει πια πουθενά στο χάρτη, αναγκάζεσαι να ζεις με την απουσία. Μα πώς; To παραλήρημα σε βοηθά να την κάνεις πρόσωπο. Να της μιλάς και να της συμπεριφέρεσαι σαν παρουσία. Οπότε η απουσία παύει να είναι απουσία. Μα ο πόνος δεν αλλάζει, ούτε και φεύγει. Ο πόνος μεγαλώνει κι αλλάζει μέρη κατοικίας. Ψάχνει παντού, μέχρι να χτυπήσει καρδιά.
«Κάποτε μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα, χωρίς κανείς να το μαλώσει. Σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα, εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.»
Δεν υπάρχει προειδοποίηση για ένα παιδί που φεύγει. Μέχρι κι η αρρώστια που μπορεί να το βρει, έχει σκυμμένο το κεφάλι και κλαίει. Δε θέλει να κατοικεί σ’ αυτό και ψάχνει να βρει τρόπους να φύγει μακριά. Δε τα καταφέρνει πάντα. Δεν υπάρχουν εξηγήσεις για ένα παιδί που φεύγει. Η ζεστασιά που μένει από την παρουσία του κι αφήνει η απουσία του, δεν αντικαθίσταται παρά μόνο γαληνεύει με το ταίριασμα της ζεστασιάς της πρότερης υπόστασής του. Κι αυτό είναι ένα απ’ τα γιατρικά των ψυχών.
«Τότε ολόγυρα μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα να ζεσταθούνε. Και λίγο πιο πέρα ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο φέγγοντας όλο κάτω απ’ την αστροφεγγιά κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.»
Ο πόνος αυτός δεν έχει ρίζα. Μπορεί να τον νιώσει μόνο κάποιος που είναι ομοιοπαθής. Γι’ αυτό κι όταν ένας γονιός που του εκρίζωσαν την ύπαρξη την ίδια, βρει έναν άλλον γονιό που έζησε το ίδιο, τότε, ίσως, μόνο δημιουργηθεί μια κάποια πρόσκαιρη γαλήνη. Πρόσκαιρη όμως. Γιατί δεν μπορεί να ταιριάξει πραγματικά ποτέ μια παρηγοριά μ’ ένα νεκρό παιδί. Ποτέ. Είναι εξ ορισμού αντίθετα.
Θες να σιωπάς γιατί και τι να πεις. Θες όμως να έχεις και τον Γιάννη Ρίτσο κοντά σου, που με αμέριστη και συγκλονιστική ειλικρίνεια ψυχής, μας χάρισε το 1957 το δώρο της Υδρίας. Ένα δώρο που γεννήθηκε απ’ τον ίδιο του τον πόνο που και σήμερα κυριαρχεί και μας έχει διαλύσει τα σωθικά. Μ’ αυτό το δώρο όμως, είναι στιγμές που βλέπουμε κι εμείς αυτή την άσπρη φωτιά που είναι γύρω μας, σιγοκαίει και ζεσταίνει κάπως ό,τι διαλυμένο κομμάτι βρίσκεται σκορπισμένο παντού. Κομμάτι του καθενός μας που συναινεί στον πόνο, στη θλίψη και σ’ αυτή τη ρημάδα ματαίωση της τόσο μα τόσο αθώας ύπαρξης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου