Όλοι είμαστε, λίγο-πολύ, φωτογράφοι. Ερασιτέχνες βέβαια, αλλά έχει εξελιχθεί τόσο πολύ η ανάλυση, ο τρόπος, η μέθοδος μέσω των εφαρμογών που υπάρχουν στα κινητά μας, που μπορεί να δημιουργηθεί, στηθεί και παρουσιαστεί ολόκληρη καμπάνια. Φίλτρα, περικομμένα ή άκοπα, τετράγωνα, με φόντο, έγχρωμα, ασπρόμαυρα και πόσα άλλα προσφέρονται για τις στιγμές μας. Φωτογραφίζουμε τους αγαπημένους μας, τα κατοικίδιά μας, τα τοπία μας, τους εαυτούς μας και ό, τι άλλο μας αρέσει ή δε μας αρέσει, κάθε φορά διαμέσου του δικού μας φωτογραφικού φακού και δίνουμε στο κοινό μας ή στα κάδρα μας και τις κορνίζες μας τις στιγμές που αποφασίσαμε ότι θέλουμε ν’ αποθανατιστούν.

Αν αφήσουμε την ερασιτεχνική σκοπιά και μεταπηδήσουμε στην κατηγορία της επαγγελματικής φωτογραφίας, μπορούμε να αναφερθούμε σ’ έναν ταλαντούχο φωτογράφο που έχει την τιμή να συγκαταλέγεται σ’ αυτήν την τέχνη. Ο Μιχάλης Πατσούρας κέρδισε το βραβείο “Athens Photo World 2022” στα πλαίσια του Διεθνούς Βραβείου Φωτοδημοσιογραφίας που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, προς τιμήν του αείμνηστου μοναδικού Έλληνα φωτογράφου Γιάννη Μπεχράκη.

Ο Μιχάλης, αφιερώνοντας τα τελευταία χρόνια τον περισσότερο χρόνο σε έργα κυρίως βιωματικά, αποφάσισε να αιχμαλωτίσει τη δυνατή κι αληθινή ιστορία αγάπης της Σύλβιας και του Στάθη. Μαθαίνοντας γι’ αυτό το τοξικοεξαρτημένο αλλά τόσο δεμένο κι ερωτευμένο ζευγάρι, πρότεινε -εφόσον το επιθυμούσαν κι οι ίδιοι- ν’ αποτυπώσει με τον καλλιτεχνικό του φακό την καθημερινότητά τους, τις εμφανείς δυσκολίες επιβίωσής τους αλλά κυρίως την εκφρασμένη αγάπη μεταξύ τους. Γνωρίζοντάς τους σε πρώτο χρόνο, κατάφερε να τους κάνει να νιώσουν οικεία αλλά τους μετέδωσε κι αυτήν τη μη επικριτική σκοπιά που θ’ αποτύπωνε την ιστορία τους, καθώς το περιβάλλον που ζούσαν και οι συνθήκες στις οποίες επενέβαιναν καθημερινά ήταν άσχημες λόγω μιας πυρκαγιάς που έκαψε σχεδόν ολοκληρωτικά το σπίτι τους.

 

%cf%85%ce%b5%cf%832

 

Στο σπίτι αυτό, ζουν τρεις ζωές. Ο Στάθης, η Σύλβια και το σκυλάκι τους, ο Μόρτης. Καταφέρνοντας ο Μιχάλης να παραμένει απαρατήρητος και πολύ διακριτικός, εγκλώβισε φωτογραφικά μοναδικές στιγμές, εικόνες σκληρές, συναισθήματα αληθινά κι αναπάντεχες αντιδράσεις. Αυτό επετεύχθη γιατί η προσέγγισή του αφορούσε στη «μη καταγγελτική φωτογραφία» κι αυτό ξεκινούσε πρώτα, όχι απ’ τη δήλωση του ιδίου, αλλά απ’ τη συμπεριφορά που το αποδείκνυε. Αν φέρουμε στο μυαλό μας μόνο, πόσο δύσκολο είναι να μας φωτογραφίζουν όταν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά, φανταζόμαστε τι δύναμη χρειάζεται αλλά και τι ψυχική ανθεκτικότητα ώστε ν’ αφηνόμαστε, παρουσιάζοντας τους εαυτούς μας σ’ ένα τέτοιο καθηλωτικό περιβάλλον.

Μέσω κάποιων λήψεων που υπάρχουν σ’ αυτό το project, ο φωτογράφος ήθελε να μας κρατήσει κολλημένους στην κάθε λεπτομέρεια που έχει συλληφθεί απ’ τον φακό του. Η Σύλβια, μας εξιστορεί ο Μιχάλης, ανήκει σε μια κατηγορία καλλιεργημένων γυναικών, με πολλές εμπειρίες, με αρκετά χρόνια ζωής στο εξωτερικό και με ενδιαφέροντα που άπτονται της καλλιτεχνικής φύσης, όπως το διάβασμα, τη γραφή και τη μουσική. Έχει πλήρη διαύγεια του ποια είναι κι αποδίδει τις αναλογούσες ευθύνες στο παρελθόν της και στους γονείς της. Δηλώνει ερωτευμένη με τον Στάθη. Επιμένει σαν μοναδική επιλογή να είναι η συνοδοιπόρος του. Δε φοβάται τη ζωή μαζί του γιατί είναι ο «θεός» της.

Οι περισσότερες φωτογραφικές στιγμές της, τη βρίσκουν ν’ αγκαλιάζει το Στάθη, να τον κοιτάζει, να τον παρηγορεί και να τον φιλάει, όσο μοιράζονται την ίδια ανάσα. Το πρόσωπό της, δείχνει να έχει κάθε λογής συναισθήματα: Πληρότητα, έρωτα, αγάπη, πόνο, αποφασιστικότητα. Ο Μιχάλης Πατσούρας παραδίδει μια απίστευτη σειρά φωτογραφιών που εσωκλείουν όλη αυτήν την παλέτα συναισθημάτων της αλλά και τη στάση ζωής της.

Ο Στάθης, απ’ την άλλη, είναι ένας άντρας φτιαγμένος από σκληρά υλικά. Βαριά τοξικοεξαρτημένος, με ουλές σ’ όλο του το κορμί, παραμένει πιο διστακτικός και συνεσταλμένος στο φωτογραφικό φακό του καλλιτέχνη που φιλοξενούν. Βρίσκοντας σιγά-σιγά την εξοικείωσή του με τον Μιχάλη κι αντιλαμβανόμενος με τη σειρά του ότι δεν ήρθε για να κρίνει αλλά για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς αυτούς που του επιτρέπουν να συνυπάρξει στις ζωές τους, αφήνεται και κλικάρεται σιωπηλά σε μοναδικές στιγμές του.

Ο Στάθης, παλιότερα που δεν τον είχαν επισκεφθεί ακόμη οι καταχρήσεις, ήταν πυγμάχος σαν τον παππού του που υπήρξε και πρωταθλητής. Ο Μιχάλης καταφέρνει να τον φωτογραφίσει σε στιγμές που δένει τα μπαντάζ του, φοράει τη ζώνη του κι ετοιμάζεται να προπονηθεί. Αποτυπώνει τη δύναμη που του έχει απομείνει και τη θέλησή του για να πάρει ξανά μπρος. Οι μύες του, η άγρια έκφρασή του κι όλα τα σημάδια απ’ τις χρήσεις διαπερνούν το ρεαλιστικό και φτάνουν στο τέλεια καλλιτεχνικό για το μάτι του θεατή. Αν κι η σκληρότητα της εικόνας είναι εκεί, αυτό που έχει πετύχει να κάνει ο Μιχάλης, είναι να μας φέρει πιο κοντά σ’ έναν άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω και κρατά το κεφάλι ψηλά.

 

%cf%85%ce%b5%cf%823

 

Ο Στάθης έχει μια έντονη εκφραστικότητα στα μάτια, ειδικά όταν κοιτάζει τη Σύλβια. Θα λέγαμε ότι ειδικά στη φωτογραφία που είναι όλη η οικογένεια μαζί στο κρεβάτι, το ανυψωμένο βλέμμα του, αγγίζει μια ρομαντική παιδικότητα και τον μετατρέπει σε μια πολύ προσιτή παρουσία. Το προφίλ του απ’ την άλλη, σε μια μοναδική λήψη του Μιχάλη, την ώρα που ο Στάθης βάζει τη ζώνη για τα βάρη, μας αποκαλύπτει και μια πιο σκληροτράχηλη πλευρά του, δείχνοντας πόσο παρών είναι στη στιγμή.

Η Σύλβια κι ο Στάθης φαίνονται ότι είναι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα. Το ομολογεί κι ο Μιχάλης μέσω των συνεντεύξεών του μαζί τους. Μπορεί όλος αυτός ο φόρτος κακουχιών και οι λάθος επιλογές να τους έφτασαν σ’ αυτό το σημείο αλλά αποδεικνύουν πως με τη δύναμη της αγάπης και της αποδοχής, μπορεί να ξημερώσει και μια ακόμα μέρα, διαφορετική. Μέσα σ’ αυτήν την καμένη ατμόσφαιρα, που αφορά σε μια σκληρή πραγματικότητα όπως και η επιλογή να παραμένουν εκεί μέχρι να βρουν να πάνε κάπου αλλού, εκμυστηρεύονται στον φωτογράφο τους και μια βαθύτερη πίστη σε κάτι ανώτερο.

Κρατούν την καρδιά τους συνδεδεμένη με τρία πράγματα που θα έπρεπε -υπό φυσιολογικές συνθήκες- να έχουν καταστραφεί και παρ’ όλα αυτά έμειναν ανέγγιχτα: Ένας χειροποίητος σταυρός του Στάθη (απ’ την περίοδο που δούλευε ως κοσμηματοποιός), ένα άλμπουμ με παλιές οικογενειακές φωτογραφίες κι ένα πορτρέτο της μητέρας του. Δείχνει αξιοσημείωτη η φωτογραφική καταγραφή και των τριών αυτών αντικειμένων που στέκονται ως φυλαχτά στις καρδιές και στα μυαλά τους.

Το μέσο της φωτογραφίας και η τέχνη που συντάσσεται και δημιουργείται μέσω αυτής γεννά ένα συνταρακτικό αίσθημα. Το να μη γνωρίζεις κάποιους ανθρώπους και να μην τους έχεις δει ποτέ στη ζωή σου και ξαφνικά να σου δίνεται η ευκαιρία ν’ ανακαλύπτεις την ομορφιά τους, την αμεσότητά τους και τη γήινη σύνδεσή τους με το τώρα μέσω ενός φωτογραφικού project, είναι κάτι μοναδικό. Αυτό κατάφερε να κάνει ο Μιχάλης Πατσούρας και φυσικά γι’ αυτό βραβεύτηκε. Δεν εξυψώνονται όμως μόνο οι φωτογραφιζόμενοι και ο φωτογράφος. Εξυψώνεται κι όλη αυτή η θέαση που προσφέρεται σ’ εμάς και που μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε και να σκεφτόμαστε πόσο δυνατή μπορεί να είναι μια εικόνα που εκφράζει την αγάπη, ακόμη κι αν δείχνει σαν τιμωρία.

Το “Still Human” στέκεται ως φωτοδημοσιογραφικός φάρος στη σκοτεινιά του ασπρόμαυρου περιεχομένου. Αν θα μπορούσαμε ν’ ακουμπήσουμε κριτικά αυτό το αριστούργημα, θα λέγαμε πως η ασπρόμαυρη προσέγγιση του Μιχάλη προκειμένου να εγκλωβίσει αλλά και να διατυμπανίσει φωτογραφικά την ιστορία τους, ήρθε για να τονίσει τις ουλές στα σώματα, τις χαραγμένες απ’ τη ζωή ζάρες στα πρόσωπα αλλά και για να παίξει με το άσπρο-μαύρο των άκρων στη ζωή γενικότερα -και ειδικότερα στην περίπτωσή τους.

Μέσα λοιπόν απ’ αυτό το καλλιτεχνικό βραβευμένο project, γνωρίσαμε τον Στάθη και τη Σύλβια, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έμαθαν τι σημαίνει ν’ αγαπάς αντισυμβατικά, ριζοσπαστικά και διάχυτα. Η αγάπη τους, όσο αληθινή είναι, άλλο τόσο είναι έντιμη και φιλοσοφημένη. Μόνο χαρά κι ευγνωμοσύνη μπορούμε να νιώθουμε όταν αγκαλιάζονται τέτοιου είδους καλλιτεχνικές προσεγγίσεις που αγγίζουν ευαίσθητες παρουσίες.

 

Πηγή φωτογραφιών

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου