Το είπαμε και θα το ξαναπούμε και θα το λέμε κάθε φορά που ο Χριστόφορος θα βάζει στο τραπέζι θέματα που κυκλοφορούν γύρω μας, μέσα μας και με κάθε απροκάλυπτη καλλιτεχνική αλήθεια, θα μας τα δίνει να τα επεξεργαζόμαστε ξανά και ξανά. Αξίες κι αξιώματα που όλο κι αναρωτιόμαστε αν έχουμε ή αν αξίζουμε να έχουμε και πώς αυτά, με την παραμικρή απόκλιση, μας εκτινάζουν από εκείνη την καταστροφική ζώνη άνεσης.

Μουσικές καρέκλες. Θα ξαναπαίξουμε άραγε μετά το χθεσινό; Δεν ήταν όντως ένα παιχνίδι που, ναι μεν θέλαμε να παίζουμε, αλλά είχαμε κι ένα μόνιμο βουητό στο στομάχι αν τυχόν και δε βρίσκαμε ελεύθερη καρέκλα στη διακοπή του τραγουδιού; Και ποιος ήταν αυτός που έβαζε τη μουσική; Ποιος μας κινούσε σαν μικρές μαριονέτες και κάθε φορά που απομακρυνόμασταν απ’ την καρέκλα, τον κοιτούσαμε μέσα στα μάτια μην τυχόν και διακόψει τη μουσική; Ήταν ο ίδιος κάθε φορά; Είναι ο ίδιος κάθε φορά; Τον επιλέγουμε εμείς ή μπαίνει από μόνος του και βαράει μουσικές;

Η αλληγορία του είναι καταπληκτική. Δε θα μπορούσε ν’ αποδώσει καλύτερα αυτήν την αίσθηση εκτοπισμού που νιώθει κάποιος όταν πιστεύει ότι έχει κάτι σίγουρο. Τίποτα δεν είναι σίγουρο κι όλα παίζονται και μπορούν ν’ ανατραπούν ανά πάσα στιγμή και μ’ οποιοδήποτε κόστος. Άλλωστε, δεν κάνουμε κουμάντο εμείς στη μουσική. Εμείς έχουμε το κουμάντο του χορού και της απομάκρυνσης από το καίριο σημείο. Κι αν απομακρυνθούμε αρκετά, αυξάνουμε τις πιθανότητες να μείνουμε κι εκτός. Έχουμε plan B αν συμβεί αυτό; Ή τελικώς ήταν και κάτι που περιμέναμε πώς και πώς;

Το αποκορύφωμα φυσικά έρχεται με μια σκηνή που δε μας έχει συνηθίσει ο δημιουργός μέχρι τώρα. Όλος αυτός ο ανελέητος σφαγιασμός εκφράζει ξεκάθαρα την brutalite της επιβίωσης μέσα από ένα παιχνίδι που τελικά δεν είναι και τόσο παιχνίδι. Είναι μια προσαρμοσμένη φυλακή που μπορεί να βρεθούμε εγκλωβισμένοι χωρίς να το καταλάβουμε και πολύ-πολύ. Είναι εκείνο το οξυγόνο που τελειώνει χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι και πως αν δε βρεθεί άμεσα επιπλέον απ΄αυτό, θα κάνουμε τα πάντα για να πάρουμε οποιουδήποτε βρίσκεται πιο κοντά μας. Αυτό το “τα πάντα” είναι το κλικ. Είναι το γύρισμα. Είναι η καλά κρυμμένη τρέλα που κατοικεί σ’ όλους μας.

Έχοντας προσθέσει δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς, αναδύθηκε ένα νέο πρίσμα που φανερώνει τις προσωπικές θυσίες που επιλέγουμε να κάνουμε προκειμένου ν’ αποκτήσουμε την αίσθηση, ή καλύτερα την ψευδαίσθηση ενός πλασματικού “ανήκειν”. Η Αλεξάνδρα, ως νέος χαρακτήρας, αντιπροσωπεύει μια κατηγορία γυναικών που έμαθε να επιζεί σ’ ένα ανδροκρατούμενο επαγγελματικό καθεστώς και να ξεχνάει τι σημαίνει πραγματική ευτυχία. Ο δε συνεργάτης της, ο υποδυόμενος από τον εξαιρετικό Χρήστο Λούλη, είναι ο γνωστός αγενής νάρκισσος, που έχοντας καταφέρει να εξασφαλίσει μια θέση στην υψηλή κοινωνία, εξυπηρετεί πολλαπλούς ρόλους. Του μέντορα, του πόρνου κι αυτουνού που έχει μια άποψη για όλα.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Χριστόφορος δίνει πάντα μέσα απ’ τη δουλειά του ένα μεγάλο μέρος τής κατακλύζουσας πραγματικότητας γύρω μας. Είτε θέλουμε να τα βλέπουμε τα πράματα έτσι όπως είναι, είτε θέλουμε να τα ονοματίζουμε ως κάτι άλλο για να μη λέμε αυτό που είναι, τα πράγματα λειτουργούν γύρω μας κυρίως έτσι. Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι έχει τύχει κι εμείς να παρακολουθήσουμε σκηνές όπως της χαρακτηριστικής αγένειας του πελάτη προς το σερβιτόρο, της πληρωμένης απαίτησης να σταματήσει η μουσική γιατί δεν είναι της αρεσκείας του ιδιόμορφου πελάτη, ή κι έχουμε συναναστραφεί με ανθρώπους που εκφράζουν μια ξεπεσμένη άποψη περί του ότι η μουσική είναι χόμπι κι όχι τέχνη.

Η διεισδυτικότερη, όμως, όλων χθεσινή προσέγγιση είχε να κάνει με την πολυπλευρικότητα της μητρότητας. Ο δημιουργός βρήκε και πάλι τρόπο να τρυπώσει το φακό του σ’ αυτό το τεράστιο μυστήριο της σχέσης μάνας-παιδιού. Έχει τόσα στάδια αυτή η σχέση. Δυνητικά και πραγματικά. Ξεκινούν από την ιδέα. Φτιάχνονται σενάρια. Δημιουργούνται ιστορίες. Αναπροσαρμόζονται ιδανικά και δεδομένα. Κι όταν πραγματικά συμβαίνει, επέρχεται η πλήρης ανατροπή κι ανακατάταξη όλων όσων μέχρι τώρα φανταστήκαμε ότι θα συμβούν. Γιατί απλώς δε μπορεί κανείς να προβλέψει τι σημαίνει να γίνεσαι γονιός και τι συμβαίνει όταν γίνεσαι γονιός.

Η Αλεξάνδρα χθες, μας έκανε να νιώσουμε πολλές φορές άβολα. Υπήρχε έντονα το στοιχείο της αναποφασιστικότητας σχετικά με το τι ήθελε σε σχέση με την απόκτηση ενός παιδιού. Την αντιπαθήσαμε όταν έμεινε ανέκφραστη και μάλλον αποδοκιμαστική στο άκουσμα του φύλου του μωρού που κουβαλούσε. Περάσαμε μετά σ’ ένα στάδιο αποδοχής, ότι υπάρχουν κι αυτές οι γυναίκες που ακόμη κι αυτό το δώρο το αντιμετωπίζουν ως κάτι που θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Καταλήξαμε να τη συμπονούμε και με την εξέλιξη που είχε η εγκυμοσύνη αλλά και με την πάρα πολύ δύσκολη απόφαση που είχε να πάρει, αν και την πήρε σε δευτερόλεπτα. Άλλωστε αυτός ήταν και ο χαρακτήρας της. Kill Bill με μπόλικη αναζήτηση κι ανάγκη για αληθινή αγάπη κι αποδοχή.

Είμαστε όλοι προορισμένοι να γίνουμε γονείς; Γεννιόμαστε με κάποιο ειδικό φίλτρο; Είναι στο dna μας χτισμένο ως αυτοσκοπός; Αφορά μια διαδικασία κι ένα ταξίδι που όλοι μας θα έπρεπε να περάσουμε και να ζήσουμε; Είναι κακό να μη θέλουμε να το ζήσουμε και να μη νιώθουμε ενοχές γι’ αυτό; Προσθέστε ελεύθερα όσες ρητορικές ερωτήσεις επιθυμείτε γιατί είναι σίγουρο πως θα υπάρχουν αμέτρητες.

Η Αλεξάνδρα πάντως, είχε λανθασμένη αφετηρία. Ο λόγος για τον οποίο ήθελε ένα παιδί ήταν απροσδιόριστος. Θαρρώ πως πίστευε πως κι αυτό θα λειτουργούσε ως ένα challenge μιας επαγγελματικής συμφωνίας που πρέπει να επιτευχθεί με μακροπρόθεσμους όρους. Η αλλαγή της έκφρασης του προσώπου της όταν άκουσε το φύλο, θα λέγαμε ότι περιείχε και μια ένδειξη ζήλιας που θα μπορούσε να εκφραστεί κι ως αρχέγονο συναίσθημα μάνας-κόρης. Θα έρθει “αυτή” και θα παραμεριστώ εγώ. Τυφλή σκέψη, βαθιά κρυμμένη στο υποσυνείδητο. Ή και όχι;

Μια ζήλια, που στην εναλλασσόμενη σκηνή της κρίσης πανικού της Κλέλιας, ξανασυναντάται και δηλώνεται ευθαρσώς απ’ τη μητέρα της προς αυτήν. Εκεί βλέπουμε μια άλλη κατηγορία σχέσης μάνας-κόρης που δυστυχώς κυκλοφορεί και πολύ συχνά ανάμεσά μας. Της καταθλιπτικής μάνας που στη δυσκολία της κόρης, το πρώτο πράμα που θα σκεφτεί είναι ν’ ανοίξει το κουτάκι με τα δικά της χάπια και να προσφέρει ένα απ’ αυτά που γράφουν πάνω “ηρεμία”, δίνοντας έτσι τη λύση.

Αυτό χρήζει ως αντιμετώπιση μια κρίση πανικού; Δεν είναι η αγκαλιά; Δεν είναι η άνευ όρων ακρόαση; Δεν είναι το “σε παίρνω αγκαλιά, σε βγάζω έξω να πάρεις βαθιές ανάσες”; Δεν είναι η πιο γνωστή κι αληθινή ατάκα μάνας προς κόρη “εγώ είμαι εδώ κι όλα θα πάνε καλά”; Μήπως πάλι είναι η απλή επαφή με το γλυκό λόγο της ενσυναίσθησης; Κι αν δεν είναι ένα ή όλα απ’ αυτά, τι τελικά είναι; Το ζάναξ ή το λεξοτανίλ;

Αν έχουμε κόρες στην ηλικία της Κλέλιας, σίγουρα θα έχουμε ζήσει παρόμοια σκηνικά. Η ψυχραιμία του να βλέπεις το παιδί σου να τα χάνει είναι καίρια κι απολύτως απαραίτητη. Το ξέσπασμα που καλούμαστε να πάρουμε στους ώμους μας δεν είναι προς συζήτηση. Οι ακαταλαβίστικες κουβέντες που θα τύχει ν’ ακούσουμε, δεν επιζητούν επεξήγηση. Η έλλειψη οξυγόνου που βιώνει το παιδί μας εκείνη τη στιγμή είναι κάτι που νιώθουμε και στα δικά μας πνευμόνια. Μόνο που εμείς έχουμε και τη φιάλη και τη μάσκα. Κι αυτά τα δύο δεν έχουν χρώμα ροζ (λεξοτανίλ).

Έτσι λοιπόν, μεταξύ ενός ζευγαριού που δεν υπήρξε ποτέ αληθινό ούτε προς τον εαυτό του ούτε προς τον σύντροφό του, μιας σχέσης μάνας-κόρης που δεν πρόλαβε να ξεκινήσει, μιας σχέσης μάνας-κόρης που η κόρη ήταν περισσότερο μάνα από την ίδια τη μάνα, ενός καλλιτέχνη που θυσίασε προς στιγμήν το όνειρό του με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι γεννήθηκε για κάτι άλλο απ’ αυτό, δεν εντοπίζεται πουθενά η “ευτυχία του να είσαι ελεύθερος”, όπως διηγήθηκε στο τέλος ο Χριστόφορος. Η μόνη που είναι ελεύθερη, ακόμη κι αν πονάει από έρωτα, είναι η Κλέλια. Ίσως εκεί κρύβεται τελικά κι η απάντηση προς τον Χριστόφορο. Ότι η ευτυχία του να είσαι ελεύθερος έχει να κάνει με το να λες αυτό που φοβάσαι, να τρως απόρριψη από αυτό που θες περισσότερο στον κόσμο και να ξέρεις ότι θα ξαναέκανες ακριβώς το ίδιο ανεξάρτητα απ’ τον πόνο που θα χρειαζόταν να ξαναπεράσεις. Μήπως τελικά, πέραν του ότι είναι η νεότερη, είναι κι η σοφότερη;

Το γυναικείο στοιχείο σ’ αυτό το επεισόδιο δίνει και παίρνει. Η -φαινομενικά- αδυσώπητη επαγγελματίας που καταρρέει μπροστά στην αδυναμία της να φέρει στον κόσμο μια εκδοχή του εαυτού της, η καταθλιπτική μητέρα που αναπολεί τη δική της χαμένη ελευθερία μέσα από τον πόνο της κόρης της και η πάντοτε δυναμική κόρη που δε μασάει να μιλήσει, να διεκδικήσει και να ζήσει στο έπακρο αυτό που άλλοι προσπαθούν για χρόνια. Η καθεμιά έχει κι από μια υπερδύναμη. Το συγκλονιστικό είναι ότι καμιά απ΄αυτές δε μοιάζει με την άλλη. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε η μία να αποτελεί συμπλήρωμα της άλλης. Όπως και να έχει, δε χορταίνουμε (ειδικά εμείς οι γυναίκες) να αντικατοπτριζόμαστε συνεχώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και να νιώθουμε ότι η ευαλωτότητα δεν είναι απλώς ένα χαρακτηριστικό αλλά ένα δυνατό προσόν που μας καθορίζει.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου