Τέρμα, απόψε θα ‘ρθω να σε βρω εγώ. Θα σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, θα βάλω κάτι πρόχειρο, θα αρπάξω τα κλειδιά και θα μπω στο αμάξι. Ούτε τη μηχανή δε θα περιμένω να ζεσταθεί, θα ξεκινήσω αμέσως, γιατί θα με υπακούσει και θα με φέρει σε σένα, άσχετα αν τη χειρίζομαι εγώ. Δε θα κοιτάξω ούτε τον δείκτη, να δω με πόσα τρέχω κι ας με σταματήσουν, έτσι κι αλλιώς στη φυλακή μου θέλω να πάω κύριε. Στη φυλακή μου.
Όταν φτάσω, σε παρακαλώ μη ρωτήσεις για τη διαδρομή, ούτε που ξέρω αν πέρασα βουνό ή θάλασσα. Δεν ξέρω αν είχε κάπου συννεφιά κι από πάνω μου λιακάδα. Ξέρω τι είχε μέσα μου και μέσα μου είχα μια καρδιά που ήθελε να την ενώσεις ξανά εσύ. Τρέχω πολύ. Το νιώθω, μα τα πόδια μου δεν κάνουν κάτι, απλώς πατάνε το γκάζι. Μη φοβάσαι, θα φτάσω κοντά σου, απλά να, είναι που τόσο πολύ ανυπομονώ να μπω εκεί μέσα, που όσο πιο γρήγορα φτάσω τόσο το καλύτερο. Εσύ απόψε μην το κουνήσεις ρούπι. Έρχομαι σου λέω, όπου να ‘ναι φτάνω. Ούτε το ρολόι δεν κοίταξα πριν φύγω, να ξέρω τουλάχιστον πόσο γρήγορα έκανα αυτή τη διαδρομή. Δεν είναι κάτι που με νοιάζει όμως, γιατί και διάρκεια πέντε λεπτών να είχε, εμένα θα μου μοιάζει πάντα αιώνας.
Απόψε δεν περιμένω άλλο και ξέρεις γιατί; Γιατί δε μου άφησες χρόνο να σκεφτώ κάτι άλλο, σήμερα μου πήρες το μυαλό. Ούτε ξέρω πού είσαι, ούτε τι κάνεις. Μπορεί να μην ξέρω καλά καλά και ποιος είσαι, τι είσαι και τι σε έφερε στον δρόμο μου για μια στιγμή, μα ένιωσα πως αυτά τα χέρια θα μπορούσαν να είναι δικά μου. Όλοι χρειαζόμαστε μια ριμάδα αγκαλιά σωστά; Όσο δυνατοί κι αν είμαστε ως μονάδες, -γιατί είμαστε- . Τη χρειαζόμαστε όμως αυτήν την αγκαλιά που θα ΄ναι φυλακή και βάλσαμο, δε θα μετράει το χρώμα της, το μέγεθός της, η ταυτότητα και η διάρκειά της, θα μετράει να μπεις εκεί μέσα, να χωθείς και να νιώσεις αυτήν την προστασία και τη γαλήνη που τόσο έχεις ανάγκη. Γιατί μέσα σου, το ξέρεις πως την έχεις.
Σ’ αυτή τη φυλακή να με πάτε. Σ’ αυτή που τρέχω τώρα να προλάβω. Κι αν τελικά όλοι τρέχουμε για να χωθούμε σε μια αγκαλιά γιατί να θεωρείται παράπτωμα; Κόκκινο φως. Από τα βουρκωμένα μάτια μου και το λίγο μυαλό που ‘μου χει απομείνει καταλαβαίνω πως δεν είναι φανάρι, αλλά σήμα για να κάνω στην μπάντα. Δε σκουπίζω ούτε σταγόνα απ’ τα μάτια μου, ας με δει το όργανο της τάξεως έτσι, μούσκεμα απ’ το κλάμα. Πού πας άνθρωπέ μου μου λέει, στη φυλακή μου κύριε, απαντώ. Κάτι ψέλλισε κι αυτός, και μου ‘δωσε ένα χαρτί. Θα το διάβαζα μόνο αν ήταν χάρτης με οδηγίες για το πώς να φτάσω πιο σύντομα σε σένα. Σκούπισα τα μάτια πριν βάλω και πάλι δείκτη για να συνεχίσω την πορεία μου.
Σε σένα έρχομαι να καταλήξω, το πήρα απόφαση τώρα. Απόψε, θα μπω σε μια αγκαλιά και θα χωθώ μέσα να ηρεμήσει το είναι μου. Σε τέτοιες φυλακές πρέπει να καταλήγουμε όλοι. Που τα κελιά θα ‘ναι δύο χέρια, που θα ανοίγουν και θα κλείνουν χωρίς ωράρια κι επισκεπτήρια. Το κρεβάτι θα ‘ναι ένα στέρνο και μαξιλάρι θα ‘ναι μια καρδιά που θα χτυπάει σαν τρελή.
Κάνω στην άκρη. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Σβήνω τη μηχανή, βγάζω βιαστικά τα κλειδιά, κλείνω τη πόρτα και τρέχω. Είσαι εκεί, δέκα βήματα μακριά μου. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Σου ‘χω κάτι κομμάτια να ενώσεις, μπορείς; Δε θα πάρει πολύ, μοναχά μέχρι να ξυπνήσω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου