Απόψε θέλω να με πας σπίτι εσύ. Δε θέλω να οδηγήσω. Θέλω να κάθομαι εκεί στη θέση του συνοδηγού, να ‘χω τις παλάμες μου κρυμμένες κάτω απ’ τα πόδια μου έτσι ώστε να βρίσκουν αντίσταση. Να βρίσκουν αντίσταση για να μην μπορούν να βγουν εκτός ελέγχου και να σε ακουμπήσουν. Θέλω απόψε να με πας σπίτι εσύ. Μα θα έχω τα μάτια καρφωμένα στον δρόμο κι ας τον βλέπω θολό. Προτιμώ να βλέπω το απέραντο τίποτα παρά εσένα.
Θα ‘χω μετρημένες δυο κουβέντες να σου πω, ένα «απ’ το πρώτο αριστερά και μετά όλο ευθεία» και ύστερα κανένα ευχαριστώ, έτσι γιατί έχω τρόπους. Αυτές οι δυο τρεις κουβέντες είναι αυτές που θ’ αντικαθιστούν όλα τα ανείπωτα που θέλω να πω για να ακούσεις. Ναι, θέλω απόψε να με πας σπίτι εσύ, κι ας προσποιούμαι με όλα τα πιο πάνω. Ας προσποιούμαι πως δεν έχω τίποτα περισσότερο να δώσω, κι ας έχω τον κόσμο ολόκληρο.
Φοβάμαι πως φοβάσαι. Κρίμα να ξέρεις, κρίμα γιατί αν μ’ άφηνες να αφήσω τα χέρια μου ελεύθερα θα κατάφερνα να άγγιζα μέχρι και τη ψυχή σου. Η επαφή δε θα σου έφτανε. Θα ήθελες να γαληνεύω το μέσα σου γιατί θα μπορούσα, γιατί θα το έκανα, γιατί θα ήταν αυτό που σου έλειπε τόσο καιρό. Μα βλέπεις ζούμε σε μια εποχή επιφανειακή, μια εποχή για «γρήγορα», μίλα μου γρήγορα, ρίξε με γρήγορα, πείσε με γρήγορα, φίλα με γρήγορα, άσε με γρήγορα, φύγε. Φύγε γρήγορα.
Απόψε λοιπόν πάρε με γρήγορα σπίτι. Μη πας απ’ τον μακρύ δρόμο. Δε θέλω έξτρα χρόνο να σε χορτάσω. Πάρε με απ’ τα σύντομα δρομάκια, θα σε κατευθύνω εγώ δε θα χαθείς. Μην μπεις στον κόπο καν να τραβήξεις χειρόφρενο για να κατέβω, για σβήσιμο της μηχανής ούτε λόγος. Τα πράγματά μου θα τα έχω βρει από πριν, θα ‘χω στα χέρια τα κλειδιά για να μη βρω δικαιολογία να μείνω παραπάνω μέσα στο αναθεματισμένο αμάξι. Θα ανοίξω γρήγορα την πόρτα, θα σου δώσω και μια γρήγορη αγκαλιά έτσι γιατί έχω τρόπους, θα πω κι ένα ευχαριστώ γιατί έκανες τον κόπο και μ’ έφερες μέχρι εδώ και μετά θα βγω. Θα κλείσω σιγά την πόρτα πίσω μου, ακόμη κι αν θέλω να σου την γκρεμίσω. Θα περπατήσω τη μεγαλύτερη διαδρομή δύο βημάτων που έκανα ποτέ, απ’ το πεζοδρόμιο μέχρι την εξώπορτα, θα σφίγγω τα δόντια και θα σιγοψιθυρίζω του εαυτού μου να μη γυρίσει και ξέρεις κάτι; Δε θα γυρίσω, μα θα παρακαλάει η ριμάδα η ψυχή μου να βλέπεις στη μεριά μου.
Ήθελα να με φέρεις σπίτι εσύ απόψε. Δεν ήθελα όμως να έχω τα χέρια μου συγκρατημένα, δεν ήθελα να έχω τα μάτια μου καρφωμένα στον δρόμο. Δεν ήθελα να βγάλω τον σκασμό. Ήθελα να με πας απ’ τη μεγαλύτερη διαδρομή, ήθελα να μείνω στο αμάξι σου για όσο περισσότερο μπορούσα. Όχι μόνο ήθελα να σβήσεις τη μηχανή αλλά ήθελα να παρκάρεις και να κατέβεις.
«Και μετά; Και μετά;» Έτσι δε λέμε όταν θέλουμε με αγωνία να ακούσουμε το παρακάτω απ’ την ιστορία; Έτσι με κάτι γουρλωμένα μάτια μέσα στο άγχος για το τι ακολουθεί. Ε, λοιπόν, τίποτα δεν ακολουθεί. Κλείστε τα μάτια σας. Μην αγωνιάτε. Ήθελα. Πρώτο πρόσωπο ενικού αριθμού, σε χρόνο παρατατικό. Το σίγουρο είναι πως στον έρωτα δεν υπάρχει ενικός. Πόσο μάλλον σε χρόνο παρατατικό.
Ενεστώτα και μέλλοντα, αυτά θέλει ο έρωτας. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Στο εμείς. Πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού. Εμείς. Με απλά λόγια, εγώ, εσύ το παρόν και το μέλλον μας. Εύκολη συνταγή σωστά; Άριστα γιατί δεν πήραμε όμως; Στον έλεγχό μας δε γράφτηκε καν βαθμός. Ανεξεταστέοι. Ωραία τα καταφέραμε.
Και τώρα που φτάσαμε μέχρι εδώ, να σε ρωτήσω κάτι; Θες να με πας σπίτι απόψε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου