«Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος, παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.» Αυτή τη φράση την έχουμε μάθει απ’έξω, η κοπέλα του τηλεφωνητή είναι πλέον κολλητή μας. Αφού καμιά φορά μετά τον «χαρακτηριστικό ήχο», κάθομαι και της τα λέω αυτής μιας και δε μου απάντησε ο άμεσα ενδιαφερόμενος.
Η ουσία δεν είναι η αιτία του τηλεφωνήματος. Η ουσία είναι γιατί μας αφήνουν να καταχωρηθούμε στα αναπάντητα! Ούτε η Παπαρίζου δεν έχει αναπάντητες που παίρνει μες στο βράδυ, στο σκοτάδι! Της απαντούσε ο Δάντης άρα το αναπάντητες κλήσεις παντού δεν υφίσταται στη περίπτωσή τους. Στη δική μας όμως; Τι σου ‘χω κάνει κι αξίζω τέτοια συμπεριφορά; Γιατί δεν το σηκώνεις το ρημάδι το τηλέφωνο; Πείσμα να το βαφτίσω; Εγωισμό; Η απλά χρειάζεσαι χρόνο να ηρεμήσεις;
Συνήθως μετά από μια έντονη συζήτηση, ένας από τους δυο μετανιώνει πρώτος και κάνει το πρώτο βήμα να πάρει το τηλέφωνο της συμφιλίωσης. Πληκτρολογεί, αναμένει, χτυπάει. Χτυπάει μα δεν απαντάει. Το αφήνεις να χτυπήσει 22 φορές μέχρι να βγει η κολλητή που λέγαμε και να σου πει πως ο συνδρομητής που κάλεσες δεν ανταποκρίνεται! Έλα; Πλάκα κάνεις, δεν το πήραμε χαμπάρι. Μήπως θα μπορούσε κάποιος να μας πει γιατί δεν απαντάει μιας και το ότι φάγαμε την αναπάντητη στη μούρη είναι προφανές; Αλήθεια πώς χαρακτηρίζει κανείς τέτοιες συμπεριφορές; Σε παίρνω να τα βρούμε, να απολογηθώ, να πω κάτι να σπάσει ο πάγος! Εγώ είμαι που επιμένω στα αναπάντητα τηλεφωνήματά μου, όχι ο κύριος Ρέμος μας. Ο κύριος Ρέμος απλά το τραγουδάει το κομμάτι, εγώ είμαι που το βιώνω και το νιώθω στο πετσί μου.
Υπάρχουν λοιπόν αυτοί που όταν θυμώνουν δε θα μας απαντήσουν για κανένα λόγο. Υπάρχουν αυτοί που ξέρουν πολύ καλά τον εαυτό τους, ξέρουν μέχρι που φτάνουν τα όριά τους κι αν απαντήσουν το τηλέφωνο ίσως τα ξεπεράσουν και πουν καμιά κουβέντα παραπάνω. Αφήνοντας το τηλεφώνημα αναπάντητο σέβονται τον εαυτό τους μα περισσότερο αυτόν που τους καλεί. Δε γνωρίζει το λόγο που του τηλεφωνείς μετά τον καβγά αλλά γνωρίζει πως όταν θυμώνει δεν έχει ένα διακόπτη που να τερματίζει τη λειτουργία αυτού του συναισθήματος.
Ο θυμός τους λοιπόν κρατάει πολύ, και τον διαχειρίζονται παίρνοντας το χρόνο τους να ηρεμήσουν, να σκεφτούν και μετά να πράξουν αναλόγως. Δε θα σηκώσουν το τηλέφωνο για κανένα λόγο. Χρειάζονται να καταλάβουν τι έγινε, γιατί έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει μετά. Καλά εδώ που τα λέμε το να μην απαντάς είναι κάπως βαρύ γι’ αυτόν που είναι στην αναμονή αλλά άμα ο άλλος τον θέλει το χρόνο του ας του τον δώσουμε! Είτε αυτό λέγεται δεσμός είτε φιλία και στις δύο περιπτώσεις σεβόμαστε αυτό το άτομο και δεν το πρήζουμε παίρνοντάς το κάθε λίγο και λιγάκι.
Κάπως ανακουφιστικό αυτό το σενάριο σωστά; Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που «η κλήση σας προωθείται» λόγω καπρίτσιου; Πώς αντιδράμε όταν αντιμετωπίζουμε αυτή την ανταπόκριση λόγω ανώριμης συμπεριφοράς; Υπάρχουν και κάποια άτομα λοιπόν που όταν θυμώσουν διαχειρίζονται όλη αυτή την κατάσταση κρατώντας τη στάση «δε σου μιλάω για να μάθεις». Αρκετά ανώριμο; Αφελές; Επιπόλαιο; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα κρατήσαμε κι εμείς αυτή τη στάση σε κάποια φάση της ζωής μας. Είτε είχε να κάνει με φίλους είτε με δεσμό.
Αυτή την αντιμετώπιση τη προβάλλουμε συνήθως όταν θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ έχουμε εκνευριστεί κι επηρεαστεί από την όλη κατάσταση. Πιστεύουμε πως με τα «άσε με δε σου μιλάω», «μη με ξαναπάρεις δε θα στο σηκώσω» δείχνουμε το δυναμισμό μας και τον εκνευρισμό μας απέναντι στο περιστατικό που μας προξένησε όλα αυτά τα νεύρα και πιο συγκεκριμένα στο άτομο με το οποίο τσακωθήκαμε. Εδώ που τα λέμε είναι κάπως εγωιστικό. Αφού βαθιά μέσα μας περιμένουμε πώς και πώς αυτό το τηλεφώνημα μόνο και μόνο για να τρίψουμε στη μούρη του άλλου την αναπάντητη. Το βλέπεις που χτυπάει επίμονα. Σκόπιμα κάθεσαι πάνω απ’ το τηλέφωνο για να δεις στα πόσα λεπτά θα σε πάρει ο άλλος. Κι εκεί που γίνεται το θέλημά σου, νιώθεις λες και βγαίνεις στο σανίδι και είσαι λίγο πριν το Όσκαρ. Χτυπάει (επιτέλους), το κοιτάζεις (μόνο! εννοείται), δένεις τα χέρια (κλασικά), κάνεις και κανένα μορφασμό και γέρνεις λίγο πιο πίσω (χαλαρά) και το αφήνεις το ρημάδι το τηλέφωνο να τρίζει πάνω στο τραπεζάκι. Η άλλη ψυχή στην άλλη γραμμή έριξε τον εγωισμό της στο πάτωμα για να σε πάρει να τα βρείτε και εσύ εκεί, βράχος! (Και καλά).
Ναι θα μαλώσουμε, ναι θα κρατήσουμε μούτρα ο ένας στον άλλον αλλά για πόσο; Και όλοι μας ξέρουμε πως αυτή η αναμονή πίσω από ένα τηλέφωνο είναι πολύ ψυχοφθόρα. Μπορεί να διαρκεί μόνο μερικά δευτερόλεπτα αλλά το μυαλό προλαβαίνει και κάνει χίλια δύο υποθετικά σενάρια. Κρίμα είναι. Δε λέω, αν δε θέλετε μην απαντήσετε. Εδώ δεν πιέζουμε κανέναν, απλά μια φιλική συμβουλή και άμα θέλετε την εφαρμόζετε! Αφήστε στην άκρη ανώριμες στάσεις και συμπεριφορές, αντί για χρόνο πάρτε πρώτα μια ανάσα, μην απαντήσετε στο τηλεφώνημα αν δε θέλετε, αλλά στείλτε μόλις σταματήσει να χτυπάει ένα «δε θέλω να μιλήσω τώρα, άσ’το για μετά καλύτερα.». Και respect κερδίζεις, και την ησυχία σου! Αλλιώς μας βλέπω να καταλήγουμε σαν τη Βίσση, που δε χτυπάει το τηλέφωνο, που η ελπίδα της κρεμάστηκε σ’ ένα τηλέφωνο που έμεινε νεκρό. Και στην περίπτωσή μας δεν είναι καν δώδεκα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου