Πολύ πιθανόν εσύ να το σκεφτόσουν από μέρες. Σίγουρα εγώ το ένιωθα, μα δεν ήθελα να το πιστέψω. Γι’ αυτό δεν έδινα σημασία στο ότι με αγνοούσες, στο ότι με το ζόρι απαντούσες στα μηνύματά μου. Με το ζόρι μου έλεγες καλημέρα ή καληνύχτα -ποτέ ποια και τα δύο- και για σ’ αγαπώ, ούτε λόγος. Πολύ πιθανόν εσύ να είχες πάρει ήδη την απόφασή σου και όλο αυτό το διάστημα να προετοίμαζες το έδαφος. Και που το προετοίμασες όμως τι; Πάλι έδαφος ήταν. Πάλι με τα μούτρα έσκασα κάτω σαν μωρό που κάνει τα πρώτα του βήματα, μόνο που δεν έπεσα μόνη μου αλλά με έσπρωξες εσύ. Εσύ που ήσουν -στο μυαλό μου και μόνο τελικά- ο άνθρωπός μου.
Πώς τελειώνεις τόσο άδοξα μια σχέση; Βλέπεις δεν ήσουν μόνος σε όλο αυτό, ήμασταν μαζί, αλλά την απόφαση για το τέλος την πήρες με απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Δε σήκωσες ούτε το τηλέφωνο. Δεν είχες τα κότσια; Τι φοβήθηκες; Όταν δακτυλογραφούσες το «δεν πάει άλλο, ας χωρίσουμε» ήταν εύκολο, έτσι; Φυσικά! Εξάλλου όλα είναι πιο εύκολα όταν τα γράφουμε σε μήνυμα. Ούτε συναίσθημα, ούτε βλέμμα, ούτε ήχος, τίποτα. Καμιά δεκαπενταριά γραφικοί χαρακτήρες και τέλος. Τα πολλά-πολλά σε κούραζαν πάντα. Μα όπως μια αρχή έχει την αξία της, έτσι πρέπει να συμβαίνει και με το τέλος. Δε με πείραξε που έληξε όλο αυτό. Δε με χάλασε. Καλό μας έκανε, αφού η μηχανή μας είχε αρχίσει να σκουριάζει. Αυτό που με χάλασε ήταν ο τρόπος που επέλεξες να το κάνεις. Δε μου άξιζε τέτοιο τέλος. Αυτή η εγωιστική συμπεριφορά δεν άρμοζε στην περίπτωσή μας. Γι’ αυτό μου χρωστάς ένα χωρισμό. Δεν απόρησες ποτέ για το πόσο βουρκωμένα ήταν τα μάτια μου όταν εκείνο το βράδυ διάβασα αυτές τις πέντε λέξεις. Δεν απόρησες ποτέ πόσο διήρκεσε η αν διαρκεί ακόμη η λαχτάρα μέσα μου να απαντηθούν τα «γιατί» μου. Ούτε υπόκλιση δεν έκανες. Έφυγες απλώς απ’ τη σκηνή και από την πίσω πόρτα εννοείται. Γιατί αν με πετύχαινες στην έξοδο, θα έμενες, το ξέρω. Θα γύρναγες και το έργο θα συνεχιζόταν.
Απ’ ότι φαίνεται προτίμησες τη φυγή. Τη δειλή φυγή ενός κατατρεγμένου. Γιατί αγάπη μου; Σε όλα ισχυροί και στον έρωτα όχι; Γιατί αγάπη μου; Παντού δυναμικοί και στην αγάπη ούτε λόγος; Πού είναι το θάρρος που απαιτεί ένα σωστό τέλος; Πού πήγαν όλα αυτά; Τα προσωπεία σου τόσα χρόνια τα πουλούσες στον κόσμο με υπερηφάνεια και δεξιοτεχνία! Σε μένα γιατί ούτε αυτά δε δειγμάτισες;
«Τα λέμε..»! Τα λέμε ποια; Πού; Πότε; Γιατί να τα πούμε; Αφού τα λέγαμε! Τόσο γρήγορα παίρνεις αποφάσεις; Τόσο εύκολα συνοψίζεις το αντίο σου; Εσύ δεν πόνεσες; Δεν έκλαψες; Δεν πιάστηκε η καρδία σου; Έλα περιμένω, θα μου απαντήσεις με μήνυμα; Να ξέρω. Γιατί άλλα μηνύματα δε θέλω να διαβάσω. Μου έστειλες αυτό το ένα και το χώνεψα καλά. Όχι δεν ήταν αρκετό. Ποτέ δεν είναι αρκετό ένα μήνυμα όταν καλά-καλά δεν μπορούσα να χορτάσω εσένα. Με δόσεις σε χαιρόμουν κι εσύ εμένα. Με δώσεις που όμως μου αρκούσαν για πολύ και δεν παραπονιόμουν, μοναχά κάποια βράδια που ήθελα να σε βρει το πρωί πλάι μου. Εκεί που το μήνυμά σου δε θα ‘χε καν λόγο ύπαρξης.
Βράδυ, λοιπόν, και αντί να ‘ρθεις εσύ, τίμια και ξηγημένα να μου πεις «τέλος, δεν πάει άλλο, δεν τα λέμε πια ποτέ..», μου ήρθε ένα μήνυμα. Γι’ αυτό σου λέω αγάπη μου, μου χρωστάς ένα χωρισμό. Μου χρωστάς τον χωρισμό που μας άξιζε. Τις πόρτες σου να μάθεις να τις σφραγίζεις και όχι απλώς να τις κλείνεις. Τη δική μου δε τη σφράγισες κι αργά η γρήγορα θα το δεις. Και για να μη φοβηθείς, πλέον δε νιώθω τίποτα. Δε μου λείπεις, ούτε έχω ανάγκη να ξαναζήσω ότι ζήσαμε. Τα κρατάω μέσα μου ως τις ομορφότερες αναμνήσεις, με τις πιο δύσκολες συγκυρίες, αλλά πάντα τις βγάζαμε πέρα. Πλέον δε νιώθω τίποτα, μα επειδή τότε ένιωσα με όλο μου το είναι, τώρα εσύ μου χρωστάς έναν χωρισμό.
Έλα να με βρεις. Ξέρεις πού είμαι, ποια είμαι και τι πρέπει να κάνεις. Έλα να χωρίσουμε ξανά και αν μπορέσεις μετά φύγε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.