Ως λαός, φημιζόμαστε για το πόσο δεμένοι είμαστε σε οικογενειακό επίπεδο. Συγκριτικά με άλλες χώρες, αργούμε πολύ να φύγουμε από τη γονεϊκή μας στέγη κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Γενικότερα όμως, όσο δεμένα κι αν είναι τα μέλη μιας οικογένειας, αυτό το δέσιμο δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αγάπη μεταξύ των ανθρώπων μιας οικογένειας, αλλά και στη συναισθηματική ανωριμότητα. Το κομμάτι αυτό αφορά το άτομο που αν και βιάζεται να δημιουργήσει οικογένεια, αργεί να ωριμάσει ως μονάδα.
Οι αιτίες αυτής της ανωριμότητας λοιπόν, έχουν ως κοινό παρονομαστή τα θεμέλια της δομής της οικογένειας. Όταν δύο άνθρωποι αποφασίσουν να τεκνοποιήσουν ή ακόμη και να υιοθετήσουν ένα παιδί, σταματούν να ασχολούνται αποκλειστικά ο ένας στον άλλο και έτσι όλη η προσοχή πέφτει –τις πλείστες φορές- σαν φακός ανάκρισης, πάνω στο νέο μέλος της οικογένειας. Όλη αυτή η προσοχή όμως, επιδρά αρνητικά στο παιδί. Ουσιαστικά, ένας γονιός πρέπει να γνωρίζει πότε περνάμε από το «στάδιο αρχής της ευχαρίστησης», δηλαδή μεγαλώνω και προσφέρω στο παιδί μου, στο στάδιο της «αρχής της πραγματικότητας», όπου αφήνω το παιδί μου να μεγαλώσει και κυρίως να ζήσει πλέον μόνο του. Με τον όρο αυτό, δεν εννοούμε απαραίτητα να φύγει το παιδί από το σπίτι και να ζήσει κάπου μόνο του, αλλά να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί εσωτερικά χωρίς τεράστιους περιορισμούς, πρέπει και τα μη που θέτονται στα πρώτα χρόνια ζωής του.
Ο καθένας μας εκπαιδεύεται, είτε με τα προσωπικά του κριτήρια είτε μέσω του περιβάλλοντός του, να είναι εξαρτημένος ή ανεξάρτητος. Εκπαιδεύεται μέσα από βιώματα οικογενειακά, αν ο ένας εκ των δύο γονιών, οι και οι δύο ακολουθούν ένα μοτίβο συναισθηματικό τόσο έντονο, που εν τέλει αποτυπώνεται και στη συμπεριφορά του παιδιού. Ένα τέτοιο αφορά και στη συναισθηματική προσκόλληση. «Είμαστε μια πολύ δεμένη οικογένεια» λένε, αλλά ουσιαστικά το μήνυμα πίσω από αυτό δεν είναι το δέσιμο το οποίο φανταζόμαστε αρχικά. Είναι ένας ψυχολογικός κόμπος, με αόρατους δεσμούς οι οποίοι αγγίζουν τα όρια της συν-εξάρτησης. Λόγω αυτών λοιπόν, μας είναι δύσκολο να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο, εμείς όμως το δικαιολογούμε με το «είμαστε πολύ κοντά».
Παρ’ όλ’ αυτά, πολύ συχνά θέλουμε την ανεξαρτησία μας, τον προσωπικό μας χώρο και χρόνο, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε, όποιο ρόλο κι αν έχουμε σε μια οικογένεια. Η ανάγκη λοιπόν αυτή γεννάται. Το θέμα όμως είναι πως ακόμη κι αν κουβαλάμε αυτές τις σκέψεις κι ανάγκες, πάντα υπάρχει μια αναστροφή όσον αφορά την ετοιμότητά μας για τέτοια βήματα ανεξαρτητοποίησης. Για παράδειγμα, σχεδόν καθημερινά, έφηβοι που ζουν ακόμα κάτω από τη γονική στέγη, έχουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις για το αν μπορούν τελικά να σπουδάσουν σε κάποια άλλη πόλη ή χώρα γιατί δεν είναι έτοιμοι» να αποχωριστούν την οικογένειά τους.
Η προσκόλλησή μας λοιπόν, δεν ερμηνεύεται πάντα ως «οικογενειακό δέσιμο» αλλά ως «προσωπική συναισθηματική ανωριμότητα» στο θέμα αποχωρισμού. Η αλήθεια είναι πως το να έχεις μια οικογένεια, να έχεις ρίζες και σημεία αναφοράς είναι πολύ σημαντικό και συνάμα όμορφο. Απλώς να, χρειάζεται να μάθουμε να αγαπάμε χωρίς εξαρτήσεις, χρειάζεται να παίρνουμε και να δίνουμε στοργή και φροντίδα παντρεμένες με μια αίσθηση ελευθερίας. Δε χρειάζεσαι λοιπόν πάντα κάποιον να σου μαγειρέψει, να σε πλύνει, να σε μαλώσει, να σου δείξει πώς να ζεις ή να αγαπάς. Από ένα σημείο κι έπειτα, πρέπει να φας τα μούτρα σου και μόνος σου. Να γίνουμε δεμένες οικογένειες αλλά όχι με γόρδιους δεσμούς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου