Πολλές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να αρνείται πεισματικά κάτι. Το ερώτημα όμως είναι γιατί το κάνουμε. Τι είναι αυτή η άρνηση; Γιατί μας διακατέχει και τι την προκαλεί; Η άρνηση λοιπόν έχει ένα πιο βαθύ νόημα. Δεν είναι ότι απλά δε γουστάρεις να φας γιατί κάνεις απεργία πείνας. Όχι. Η άρνηση είναι μια ψυχολογική διαδικασία στην οποία ο ίδιος μας ο οργανισμός παραβλέπει πραγματικά γεγονότα τα οποία δε θέλουμε ν’ αποδεχτούμε αλλά παράλληλα γνωρίζουμε ότι τα κάνουμε. Αυτή η ψυχολογική αντίδραση ουσιαστικά, λειτουργεί και σαν άμυνα του οργανισμού, μιας και ο ίδιος πιστεύει πως κρατώντας αυτή τη στάση, θα υπάρξει λιγότερος πόνος, λιγότερη συζήτηση και σίγουρα αποφυγή αρνητικών συναισθημάτων.
Οι φράσεις «κάνω σαν να μην υπάρχει», «καλά, σιγά το πράγμα, υπερβολές!», «ναι, αλλά δε φταίω εγώ!» σας λένε κάτι; Αυτές κι άλλες ακόμη είναι φράσεις που λένε άτομα τα οποία βρίσκονται σε άρνηση ως προς το γεγονός και την κατάσταση που βιώνουν. Αυτό μπορεί να αφορά ζήλια, χωρισμό ή έρωτα. Τίποτα από αυτά δε κρύβεται, σωστά; Μα αυτός που βιώνει το γεγονός μέσα από την άρνηση δε θέλει να το δει, παρ’ όλο που είναι φανερό για τον υπόλοιπό κόσμο.
Για παράδειγμα, εάν ζηλεύεις υπερβολικά σε βαθμό που μπορεί και να παρακολουθείς τον άλλον, ενώ μέσα σου μπορεί να ξέρεις ότι είναι υπερβολικό, παράλληλα λειτουργείς μηχανικά κάνοντας σκέψεις του τύπου, «σιγά το πράγμα», «δεν κάνω τίποτα κακό», «υπερβολές» και πάει λέγοντας. Ουσιαστικά, αναγνωρίζεται η δύσκολη κατάσταση την οποία βιώνει ένα άτομο αλλά παρ’ όλ’ αυτά αρνείται κάθε είδους ευθύνη σε σχέση μ’ αυτή.
Αρνείσαι να αποδεχτείς έναν χωρισμό. Εντάξει λίγο ή πολύ όλοι οι έρωτες που είχαν μονόπλευρη επιλογή τέλους πονάνε και δύσκολα τους αποδέχεσαι. Αυτό το δύσκολα λοιπόν, για κάποιους μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική διαδικασία της άρνησης. Ενώ κι εσύ και το άλλο άτομο αλλά κι όλοι οι γύρω γνωστοί σας ξέρουν πως αυτή η σχέση έχει τελειώσει, εσύ για να προστατέψεις τον εαυτό σου από τον συναισθηματικό πόνο αρνείσαι ν’ αποδεχτείς το γεγονός. Μέσα σου έτσι; Γιατί έμπρακτα πλέον όντως δεν είσαι σε σχέση. Η άρνηση αυτή λοιπόν, είναι ένα βήμα που καθυστερεί την αποδοχή γιατί φοβόμαστε ότι θα πονέσει πολύ περισσότερο από όσο πονάει τελικά. Είναι σαν το φαινόμενο του στρουθοκαμηλισμού, όπου το ζωο με το πρώτο αίσθημα φόβου κρύβει το κεφάλι του γιατί πιστεύει πως έτσι δεν είναι ορατό στον κίνδυνο που το ίδιο θεωρεί ότι το πλησιάζει.
Ο ανθρώπινος νους ενός ατόμου που βρίσκεται σε άρνηση λοιπόν, σαμποτάρει ολόκληρο το είναι του. Δεν είναι κρίμα κι άδικο όμως; Αν έχει ερωτευτεί μια ψυχή γιατί δεν το παραδέχεσαι; Ο έρωτας είναι ένα από τα πιο όμορφα συναισθήματα που μπορεί να βιώσει κάποιος. Αν σου αρέσει αυτή η ύπαρξη τι είναι αυτό που σε τρομάζει και το αρνείσαι; Να ξέρεις πως όλοι το βλέπουν. Ακόμα κι εσύ. Απλώς δεν το αποδέχεσαι. Κι όμως καίγεσαι. Καίγεσαι και τσουρουφλίζεσαι για να βρεθείς τόσο κοντά του που ούτε ανάσα δε θα σας χωρίζει. Θες τόσο πολύ να ξυπνήσεις με αυτή την ύπαρξη πλάι σου αλλά μέσα σου φοβάσαι να το παραδεχτείς, φοβάσαι γιατί δε θες να πληγωθείς, δε θες να φας τα μούτρα σου. Tρομάζεις στην ιδέα της απόρριψης. Και; Τελικά; Τι ζεις; Τίποτα! Πώς ζεις; Δε ζεις. Υπάρχεις απλά. Εκεί παρέα με όλα όσα τρομάζεις ν’ αποδεχτείς και να παραδεχτείς.
Ο αμυντικός αυτός μηχανισμός λοιπόν, είναι δημιούργημα εγκεφαλικό. Μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου. Βρες το κοινό μονοπάτι τους και προσπάθησε ν’ αποδέχεσαι εξ αρχής μια κατάσταση. Έτσι κι αλλιώς ως οργανισμοί είναι αναγκαίο να βιώνουμε τόσο τη χαρά όσο και τον πόνο. Όσο την ευτυχία τόσο και τη θλίψη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλα είναι μέσα στη ζωή. Όπως κι ο έρωτας γι’ αυτό ας το παραδεχτούμε κι ας μην αρνηθούμε τίποτα από δω και πέρα. Τα λάθη μας, τα πάθη μας και κάθε λογής συναίσθημα που νιώθουμε ας βγούμε μπροστά κι ας τα παραδεχτούμε. Κι εδώ που φτάσαμε, ένα «σ’ αγαπώ», ένα «ζηλεύω» κι ένα «σε θέλω σαν τρελός» έχουν πλέον μεγαλύτερη αξία, σωστά; Γιατί, πότε θα τα πούμε; Δεν ξέρουμε τι ξημερώνει αύριο, γι’ αυτό σας λέω πριν βραδιάσει για τα καλά, φωνάξτε με όλο σας το είναι αυτά που θέλετε. Απόψε λοιπόν βγείτε στα μπαλκόνια και κάν’ τε αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου