Το πολυπόθητο Σαββατόβραδο φτάνει. Οι ιδέες για το τι θα κάνετε με την παρέα, έχουν πέσει στο τραπέζι από το προηγούμενο βράδυ. Εσύ σταθερά, έχεις προτείνει τα γνωστά 2-3 στέκια που σου αρέσουν- τα αγαπημένα σου, και καλά. Παρακαλάς Θεούς και Δαίμονες να καταλήξετε εκεί που έχεις προτείνει εσύ, όχι επειδή δεν αντέχεις να μην πας για ποτό στο χ, ψ συνοικιακό μπαράκι, αλλά επειδή εκεί ακριβώς μπορεί να πετύχεις κάτι από το παρελθόν. Ναι για το πρώην ταίρι σου λέω κι εσύ το ξέρεις πολύ καλά!
Έλα, μεταξύ μας τώρα, σκόπιμα έχεις επιλέξει αυτούς τους προορισμούς. Ξέρεις ότι αν πάτε εκεί πολύ πιθανόν να πετύχεις την πρώην σχέση σου, ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος ότι θα συμβεί, παίζεις με τις πιθανότητες ποντάροντας στο να επιλέξει μια από τα ίδια. Σε καίει, θες να τον δεις τον άλλον κι ας λες πως δε σου καίγεται καρφί. Σαφώς όμως, παράλληλα με την κάψα να ξαναβρεθείτε, θέλεις και να μην καρφωθείς, άρα πρέπει να παίξεις το χαρτί «Κι εσύ εδώ; Μα δεν το ΄ξερα!»
Την έπεισες την παρέα, τους κατάφερες πάλι και γι’ αυτό καταλήγετε στο γνωστό εκείνο μπαράκι που δε θες με τίποτα να δεις κάποιον τυχαία! Ενημερώνεις φυσικά την ομήγυρη, να πέσει σήμα αν δουν κάποια πολύ συγκεκριμένη μούρη να περιφέρεται στο μαγαζί παρ’ όλο που εσύ τάχα μου, έχεις παρακαλέσει την Παναγία να μην τη δεις μπροστά σου. Σύρμα περνάει! «Ε όχι ρε φίλε, πώς έγινε αυτό;» λες. «Πώς βρέθηκε εδώ αυτός;» αναρωτιέσαι εσύ τώρα. Πώς είναι δυνατόν να πέτυχες το πρώην ταίρι σου στο μαγαζί που πήγαινε κάθε μέρα για μπίρα όσα τα είχατε; Περίεργα πράγματα, μια σταλιά ο κόσμος τελικά!
Κακά τα ψέματα, αλλά δε ζούμε και σε γυάλα για να πέφτουμε πάνω σε πρώην μας κάθε τρεις και δύο. Ασ’ τα σάπια, κάποιες φορές καταλήγουμε σκόπιμα σε συγκεκριμένα στέκια μόνο και μόνο για να πέσουμε «εντελώς τυχαία» πάνω στο πρόσωπο. Έτσι δεν είναι; Το ‘χεις κάνει και εσύ κι εγώ κι εκείνος παραπέρα. Απλώς κρυβόμαστε όλοι μαζί πίσω από την περηφάνεια μας, είναι δύσκολο βλέπεις να πει κανείς πως ναι, όντως ψιλοστοκάρει κάποιο πρώην αμόρε κι όντως θέλει να το συναντήσει γιατί έχει ακόμη αισθήματα.
Κι αν ο σκηνοθέτης της ταινίας που ξεκάθαρα παίζεις έχει χιούμορ, φτιάχνει και το σκηνικό που ο άνθρωπος εκείνος που κάποτε ήσασταν μαζί περνάει από μπροστά σου και σε χαιρετάει! Εσύ εννοείται πως ξαφνιάζεσαι, το λέει και το σενάριο, γουρλώνεις μάτια του τύπου «Μα πώς;» κι όταν πλησιάζει για να σε χαιρετήσει έχεις και μια υποτιθέμενη δυσφορία. Σου χάλασε και τη βραδιά η παρουσία του σε ένα μέρος που ήξερες πως θα είναι. Κοίτα να δεις κάτι πράγματα.
Στο είπα. Σε γυάλα δε ζεις, αν δε βάλεις το χεράκι σου κι εσύ, πάνω σε πρώην δεν πέφτεις και τόσο εύκολα! Όσο να ‘ναι για να ξεχάσουμε κάπως μια σχέση και ό, τι τη θυμίζει, αποφεύγουμε να κάνουμε ό, τι κάναμε και τότε. Δεν πάμε στα ίδια μέρη, δεν ακούμε τα ίδια τραγούδια, δεν πολυσυχνάζουμε στα ίδια εστιατόρια. Όχι ότι δε μας αρέσουν πια, αλλά να, για ένα Χ χρονικό διάστημα, τουλάχιστον στις αρχές του χωρισμού, είναι έθιμο να πηγαίνεις σε άλλα μέρη μη τυχόν και πέσεις στην παγίδα του «όλα σε θυμίζουν, απλά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά». Αυτά τα μελό, τα νοσταλγικά είναι πράγματα προς αποφυγή. Όπως και όλα τα γνωστά κοινά σας στέκια.
Αλλά όχι, εσύ εκεί. Πείσμα κι Άγιος ο Θεός. Σου ‘χει καρφωθεί εκείνο το στέκι και περιμένεις σαν την Πηνελόπη πότε θα φανεί ο Οδυσσέας, γιατί ξέρεις ότι θα φανεί Σάββατο βράδυ.
Κυριακή πρωί. «Χθες βγήκαμε, πήγαμε εκεί. Εκεί που πρότεινα. Σεβαστό δικαστήριο, Κύριε Πρόεδρε, Κύριε Εισαγγελέα, αξιότιμο ακροατήριο, δεν έφταιγα εγώ! Ήρθε μετά από εμένα!»
Και κριθήκαμε ένοχοι και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς, άσ’ το.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου