Και δε μου λες; Για πού το ‘βαλες απόψε; Απόψε που ιδανικά θα ήθελα το «μαζί» και δύο ποτήρια κρασί; Αλήθεια δε μου λες; Πού είσαι απόψε; Επειδή μωρέ, εγώ είμαι εδώ -που δε θα  ‘πρεπε- μα είμαι. Βλακεία μου έτσι; Τι μου φταις και εσύ που άλλα λες, άλλα κάνεις κι άλλα εννοείς! Τα έλεγε ο Χατζηγιάννης, εμείς δεν τα πιστεύαμε. Τώρα θα αναρωτιέσαι αν μιλάω για σένα. Ε όχι λοιπόν, μιλάω για μένα. Για μένα που σου είχα τάξει αυτή τη βραδιά. Για μένα που δεν έστειλα ποτέ εκείνο το ρημάδι το μήνυμα. Μιλάω για μένα που άλλα λέω, μα άλλα κάνω και καταβάθος άλλα εννοώ. Δε μιλάω για σένα. Εσύ μια χαρά ξηγήθηκες, εγώ ήμουν εκείνος ο άνθρωπος που μέσα στην ματαιοδοξία του, προσπάθησε να κρατηθεί από κάτι όμορφο και το χάλασε κι αυτό.

Σου άφησα σημάδια. Συγγνώμη. Θα περάσουν με τον καιρό. Μη φοβάσαι. Τουλάχιστον αυτά στο λαιμό και στο σώμα σου θα φύγουν. Αυτά της ψυχής σου, δεν ξέρω. Συγνώμη, πονάει πολύ; Αυτή η χαρακιά, να ξέρεις δεν το ΄θελα, καταλάθος έγινε. Να εκεί πάνω στην φούρια μου να σε φέρω κοντά μου, να σε πλανέψω για μια νύχτα. Άντε δύο.

Αντί να σου ανοίξω διάπλατα την πόρτα και να μου ορμήσεις με φόρα, σε άφηνα να κλέβεις λίγο από τη γεύση μου μέσα από μια χαραμάδα. Δεν τόλμησα ποτέ να σου πω «πέρασε, κάθισε.. μείνε». Σου έλεγα πάντα «έλα αλλά..» και «δεν έρχεσαι από δω..». Τι σκατά είχα στο μυαλό μου, γαμώτο. Ώπα. Εγώ δε μιλάω έτσι. Εγώ δεν είμαι έτσι. Εγώ. Αυτό είμαι, ένας εγωιστής, εγωπαθής, εγωκεντρικός άνθρωπος. Σε θέλησα. Σε πόθησα και κώλωσα να το πιστέψω. Τώρα τι να το κάνω; Αλήθεια τι πιστεύεις για μένα, πες μου. Άνοιξε το στόμα σου και πες μου. Εγώ θα τα ακούσω όλα, γιατί ξέρω τι έχεις να πεις. Άσε που δεν τολμάω να το κάνω για να μη μου πέσει η αξιοπρέπεια. Γιατί αυτό πιάσαμε αγάπη μου. Πιάσαμε πάτο μα αν σου φωνάξω εσύ θα έρθεις και θα ανέβουμε ξανά ένα επίπεδο πιο πάνω, αλλά πρόσεξε, έχε το νου σου γιατί δε θα σου πω «έλα και μείνε», θα βρω άλλα λόγια να καμουφλάρω αυτή μου την επιθυμία. Θα την καμουφλάρω για να μη σε ερωτευτώ. Γιατί εγώ δεν είμαι για τέτοια τώρα. Έχω άλλες προτεραιότητες. Αλλά γιατί να μην περνάμε και καλά βρε αδερφέ;

Χριστέ μου θέλω να μου ορμήξω και να με σπάσω στο ξύλο! Μα τι λέω; Είμαι ένας τρελά ερωτευμένος εγωιστής. Γιατί δεν το παραδέχομαι; Και εσύ πλησιάζεις με τόση αφέλεια την τροφή που σου προσφέρω και με το που το κάνω την αρπάζεις και την καταπίνεις αμάσητη. Μήπως τελικά δε φταίω μόνο εγώ; Μήπως άδικα με βάφτισα τον κακό της υπόθεσης; Εσύ γιατί δε μιλάς, ε; Δεν έχεις ευθύνη; Δε σου είπα έλα να με ερωτευτείς, ματάκια μου. Μπορεί να σου έταξα δυο-τρία άστρα μα ποτέ ουρανό –κι ας καίει μέσα μου μια φλόγα για να σου προσφέρω το σύμπαν ολάκερο.

Δε μου λες; Τελικά πού είσαι απόψε; Γιατί εγώ όντως είμαι εδώ. Έχω γεμίσει αυτά τα δύο ποτήρια και σε περιμένω. Μα τι λέω, δε θα φανείς. Και πώς να φανείς αν δε στείλω; Μα δε θα το κάνω, γιατί δε μου ανήκεις πια. Σε κατέκτησα αλλιώς και τώρα μου φαντάζει τόσο δύσκολο να κατακτήσω το ολοκληρωμένο «είναι» σου, ψυχή τε και σώματι. Αν τα έλεγα αυτά σε κάποιον ίσως και να μου άνοιγε το κεφάλι στα δύο έτσι μπας και λογικευτώ και καταλάβω πως χάνω στιγμές που δε θα πρεπε. Τις έχασα λες, ε; Δεν έχει δεύτερη ευκαιρία; Ή μήπως μου την έχεις δώσει και δεν το κατάλαβα ποτέ; Ξεροκέφαλη μια ζωή. Καλά να πάθω. «Έτσι όπως έστρωσε κοιμήσου», μου είπε μια φίλη και εγώ χαμήλωσα το βλέμμα, γιατί αμέσως σκέφτηκα πως στην τελική δεν ήθελα να στρώσω. Ήθελα να αφήσω το κρεβάτι μου, όπως ακριβώς το άφησες τη τελευταία φορά που ήσουν εδώ. Αλήθεια γιατί δεν έμεινες; Ή μήπως  καλύτερα να πω «γατί δε σε κράτησα;».

Ας μου απαντήσει κάποιος. Γιατί δειλιάζουμε στον έρωτα, γαμώτο; Γιατί κάνουμε πίσω στο συναίσθημα; Τι είναι αυτά τα εφήμερα περιστασιακά που ζούμε; Έτσι μάθαμε; Από πού; Ποιος μας τα έδειξε αυτά; Πώς γίναμε έτσι; Πώς έγινα έτσι. Πού είναι το πάθος; Πού είναι ο χρόνος; Ο χρόνος για έρωτα, για ματιές που καίνε, για σεντόνια τσαλακωμένα, για μένα και σένα. Ψάχνω το χρόνο. Γελοίο. Ψάχνω το χρόνο που δεν τόλμησα να δώσω καν. Και τώρα κάθομαι εδώ στο κρεβάτι μου, με δυο ποτήρια κρασί αδειανά. Και τα δύο από μένα, γιατί είμαι ένας δειλός άνθρωπος που προτίμησε να μη ρισκάρει για πάρτη σου. Κι ας ξέρω πλέον πως άξιζες και αξίζεις την αγάπη που θα μπορούσα να σου δώσω.

Πάει το μπουκάλι. Το άδειασα. Και σου άδειασα και την ψυχή μου, μόνο που αυτό μπορεί να μην το μάθεις και ποτέ. Αλλά τι σημασία έχει θα μου πεις; Αφού πρώτα φρόντισα να αδειάσω εσένα..

Συγχώρα με, ναι;

 

Συντάκτης: Τζένη Άστρα
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.