Σοκ και δέος κοινωνικό από τις αποκαλύψεις για την παιδική κακοποίηση. Το θέμα όμως δε θα έπρεπε να εστιάζει στο τι γίνεται μετά την αποκάλυψη, που σαφώς κι αυτό είναι φοβερά χρήσιμο, αλλά και στην πρόληψη και τη στήριξη, έτσι ώστε το θύμα να μιλήσει για όσα του συμβαίνουν. Τα στατιστικά από μόνα τους βροντοφωνάζουν την ανημποριά που νιώθει το θύμα, όταν γύρω στο 40% των παιδιών που είναι θύματα δεν τολμάνε καν ν’ απευθυνθούν στους γονείς τους και το 70% των θυμάτων παραμένει τουλάχιστον έναν χρόνο σε ομηρία σιωπής, ενώ το 45% των θυμάτων δε μιλάει τουλάχιστον για 5 χρόνια.
Τι είναι αυτό λοιπόν που μπορεί να κινητοποιήσει τον γονιό να ανιχνεύσει ότι κάτι έχει συμβεί στο παιδί του; Το πρώτο είναι αναίτιες μεταβολές στη συμπεριφορά του, χωρίς να σημαίνει πάντα ότι τα αίτια συνδέονται με σεξουαλική κακοποίηση. Εφιάλτες, επιθυμία να επιστρέφει στο κρεβάτι των γονιών, φοβίες και διαταραχές στο φαγητό, αυξανόμενο άγχος είναι κάποια από τα πιο φανερά σημάδια. Κοινωνικά παιδιά που ξαφνικά κλείνονται στον εαυτό τους. Πτώση σχολικών επιδόσεων. Πυροδότηση σεξουαλικότητας αναντίστοιχη της ηλικίας τους, που μπορεί να συνοδεύεται από ζωγραφιές σεξουαλικού περιεχομένου. Πιο μεγάλες ηλικίες μπορεί να προβούν σε αυτοτραυματισμούς, ουσίες ή αλκοόλ και κάποια αντικείμενα όπως σκισμένα ρούχα, ή δώρα άγνωστης προέλευσης και μεγάλης αξίας. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν τραυματισμοί κι ερεθισμοί σε κάποιες περιοχές, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και γενικώς καταστάσεις δυσανάλογες με την ηλικία και τα ενδιαφέροντα του παιδιού, ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης που βρίσκεται.
Αυτό όμως που κυρίως πρέπει να διερωτηθούμε είναι τι εμποδίζει το παιδί να μιλήσει. Αρχικά η ενοχή της διατάραξης της συνοχής της οικογένειας, ειδικά αν η κακοποίηση προέρχεται από κάποιο μέλος της οικογένειας. Άλλες φορές ότι ο γονιός δε θα το πιστέψει, θα το αμφισβητήσει ή θα το μαλώσει. Μπορεί από τον δράστη να υπάρχουν ανταλλάγματα που δε θέλει να χάσει ή κι απειλές στις οποίες να υποκύπτει. Τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν ενοχές για την αντίδραση των γονιών και δε θέλουν να τους στενοχωρήσουν.
Η εμπιστοσύνη όμως προϋποθέτει την επικοινωνία και τη συζήτηση από νωρίς, ώστε το παιδί έχει μεγαλύτερη άνεση να εκφραστεί. Αλλά η στιγμή έκφρασης έχει να κάνει και με το κατά πόσο το ίδιο αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, αν αυτό είναι επαναλαμβανόμενο και πώς συνδέεται με τον δράστη. Σαφώς γίνεται πιο δύσκολο όταν οι κατηγορίες αφορούν άτομο που είναι αρκετά κοντά στην οικογένεια. Εκεί η διαδικασία και η διαπόμπευση της οικογένειας μοιάζει ανυπέρβλητη κατάσταση. Και φυσικά, είναι και το σημείο που ποντάρουν οι κακοποιητές που βασίζονται στη σιωπή τους, έτσι ώστε να συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δράση τους.
Πρέπει όμως γενικότερα οι γονείς να σταματήσουν ν’ αντιμετωπίζουν ως ταμπού τις συζητήσεις για το σώμα και τις σχέσεις, για τα οποία θέματα πρέπει να υπάρχει η ίδια άνεση συζητήσεων όπως για το φαγητό και τη σχολική καθημερινότητα. Δεν πρέπει να πιέζουμε κανένα παιδί να είναι διαχυτικό και κοινωνικό περισσότερο απ’ όσο το ίδιο αισθάνεται άνετα να είναι. Ωστόσο, να έχει ξεκάθαρο το μήνυμα ότι το σώμα του το δείχνει μόνο σ’ όποιον χρειάζεται, δηλαδή στον μπαμπά και στη μαμά, όταν θέλουν να του αλλάξουν ρούχα και να το κάνουν μπάνιο και στον γιατρό μας, όταν τον επισκεπτόμαστε. Σε κανέναν ενήλικα ή ανήλικο.
Κι επιτέλους, ας σταματήσει αυτή η κοινωνία στον βωμό της τηλεοπτικής ηδονοβλεψίας και της παντογνωσιακής θυμοσοφίας του καθενός να κατηγορεί το θύμα. Ρηχά και επιφανειακά άλλοθι, ετικέτες κι ηθικολογήματα ανοίγουν το πεδίο του δράστη κι αφήνουν ανυπεράσπιστα τα θύματα. Έλα πια, κοινωνία του 2022. Υπερασπίσου το παιδί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου