Είμαστε στο 1973 και μια αντισυμβατική αλλά κι υπερπροστατευτική μητέρα και καθηγήτρια Πανεπιστημίου, προσπαθεί ν’ αναθρέψει δυο εφήβους να μην τσιμπάνε με ό,τι πουλάει εκεί έξω. Η αδιάκοπη αγάπη του 15χρονου γιου της, Γουίλιαμ Μίλερ, για τη μουσική κι η φιλοδοξία να γίνει δημοσιογράφος, του δίνει μια ανάθεση από το περιοδικό Rolling Stone για συνέντευξη και περιοδεία με το ανερχόμενο συγκρότημα Stillwater.
Και κάπως έτσι, ξεκινά μια τρελή πορεία με την μπάντα που φεύγει σε περιοδεία κι αναδεικνύει ακριβώς τι συνέβη στη ροκ μουσική κουλτούρα όταν λεηλατήθηκε από την εμπορευματοποίηση και τους μάνατζερς. Έτσι, λοιπόν, ο θεατής έρχεται σ’ επαφή με μια εποχή στο ροκ κύκλωμα των ΗΠΑ πριν από τα μουσικά βίντεο και το διαδικτυακό μάρκετινγκ. Τότε ήταν που πολλά, όχι και τόσο γνωστά, συγκροτήματα έκαναν περιοδείες συνοδευόμενες κυρίως από ναρκωτικά και grouppies. Ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Κάμερον Κρόου μας μεταφέρει σ’ αυτή τη διαβόητη σκηνή της ερωτικής έξαψης, των ναρκωτικών και του ροκ εν ρολ στη δεκαετία του 1970, μ’ αυτό το σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο καθώς ο ίδιος ξεκινούσε τα πρώτα του βήματα ως δημοσιογράφος του Rolling Stone, το οποίο πέρα από την εξαιρετική σκηνοθεσία και το σενάριό του, στελεχώνεται το καστ από λιγότερο γνωστούς ηθοποιούς, με αξιοπρεπέστατες ερμηνείες.
Κομβική για την πλοκή ήταν η αφήγηση της ιστορίας ενός φανταστικού, όχι πολύ διάσημου συγκροτήματος, με το όνομα Stillwater. Υπό αυτή την έννοια, το συγκρότημα Stillwater εδραιώνει ένα τέλειο έργο με μια ασταθή και σχεδόν ανταγωνιστική, εχθροφιλική σχέση μεταξύ του τραγουδιστή και του κιθαρίστα, μ’ έναν όχι τόσο μπασμένο στα κόλπα μάνατζερ, με ό,τι συνεπάγεται μέσα σ’ αυτή τη σχεσιοδυναμική. Υπήρχαν κι οι grouppies, που έδωσαν κι άλλη διάσταση ουσίας από την άποψη του Κρόου. Αλλά το πιο ανατρεπτικό στοιχείο που εισήγαγε, είναι η εικόνα του ως 15χρονου παιδιού-θαύματος της συγγραφής, του ροκ δημοσιογράφου Γουίλιαμ Μίλερ.
Οι θεατές παρακολουθούν την ταινία μέσα από τα μάτια του. Ο χαρακτήρας είναι εξαιρετικά καλοσχεδιασμένος και μέσα από την οπτική του κατανοούμε κι εμείς την ιστορία για την παλιά δόξα του Rolling Stone, την ιστορία για το Rock and Roll προτού υποχωρήσει στο New Wave της Disco. Γι’ αυτό και το σενάριο θα το έλεγε κανείς και μια νοσταλγική επιστολή αγάπης στο rock ‘n’ roll κι αναμφισβήτητα ποτέ δεν ήταν πιο ζωτικής σημασίας από τώρα που οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν τη ροκ σαν άκουσμα των γονιών κι ίσως κάποιων παππούδων τους. Δίνει λοιπόν την ευκαιρία στο κοινό να παρακολουθήσει τα παρασκήνια των πιθανών διάσημων, με τις θορυβώδεις, αντί του κατεστημένου, σκηνές, την αληθινά ερωτική φαντασίωση με αντικείμενο τους rok stars, τις τρυφερές και μερικές φορές γεμάτες ένταση στιγμές. Ωστόσο, όλα είναι τυλιγμένα σ’ ένα υπέροχο πακέτο απόλυτης επίγνωσης κι ειλικρίνειας μέχρι το τέλος κι ας φτάνει στην αποδόμηση.
Πάντως, το επικρατέστερο συμπέρασμα είναι το πώς οδηγήθηκε η ροκ στο γυαλιστερό ρομαντικό τέλος εποχής. Όσοι δεν ήταν εκεί και θέλουν να αισθάνονται ότι όλα ήταν μάλλον ακίνδυνα, καλύπτουν τα κενά της ιστορίας της ροκ. Οι Boomers, η πραγματική γενιά της ροκ, βλέποντάς τη, θυμούνται ότι απέφυγαν να οδηγηθούν στο κατώφλι μιας επανάστασης. Είναι μια ταινία που ρομαντικοποιεί τη ροκ, αλλά κι ευνουχίζει τη δύναμή της. Εξάλλου, η Αμερική έχει μια παράδοση να το κάνει αυτό από το πολύ μακρινό παρελθόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου