Είναι σύνηθες κάθε γονιός να θεωρεί το παιδί του το πιο όμορφο στον κόσμο. Και φυσικά η Δύση και το αμερικάνικο όνειρο εκμεταλλεύτηκαν αυτό το καμάρι των γονιών για την εξωτερική εμφάνιση των απογόνων τους, με τα πρώτα παιδικά καλλιστεία να εμφανίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960. Αρχικά, έφηβοι από 13 έως 17 ετών μπορούσαν να συμμετέχουν σ’ αυτά, αλλά με την πάροδο του χρόνου, η δημοτικότητα των εκδηλώσεων αυξήθηκε οπότε και το ηλικιακό εύρος διευρύνθηκε. Έτσι, αναπτύχθηκε ραγδαία η βιομηχανία του παιδικού μόντελιγκ και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τα κέρδη των παιδιών ξεπερνούσαν τους μισθούς των γονιών.
Η εργασία ενός μοντέλου-παιδιού προϋποθέτει τα εξής: Οι γονείς πρέπει συχνά ν’ απουσιάζουν από τη δική τους εργασία για να ταξιδεύουν με το παιδί τους σε γυρίσματα κι οντισιόν. Επίσης το παιδί απουσιάζει από το σχολείο. Ίσως έρθει αντιμέτωπο με φθόνο συμμαθητών που θα προκαλέσει απρόβλεπτες συμπεριφορές. Το σωματικό και ψυχολογικό στρες λόγω των υψηλών πιέσεων των γυρισμάτων μπορεί να οδηγήσει σε νευρώσεις και προβλήματα υγείας.
Δεν είναι και σπάνιο όμως το φαινόμενο να παίζουν με τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των γονέων ανέντιμα πρακτορεία μοντέλων, που χειρίζονται ξεδιάντροπα τη δίψα των γονέων για τη φήμη των παιδιών τους. Ακόμα κι αν το πρακτορείο δεν είναι απάτη, οι γονείς πρέπει να επενδύσουν αρκετά χρήματα για ταξίδια, για κοστούμια και χτενίσματα/μακιγιάζ, για να δημιουργηθεί book, για μαθήματα και φωτογραφικές συνεδρίες και πολλά άλλα. Αυτές λοιπόν οι “θυσίες” κάνουν τον γονέα να αποκτά μια αίσθηση κτήσης απέναντι στο παιδί, που σαφώς τραυματίζεται κι εργαλειοποιείται. Τα δικαιώματα των παιδικών μοντέλων πρακτικά δεν προστατεύονται με τίποτα. Η προοπτική στον χώρο μπορεί να είναι πλάνη, επίσης, αφού κανείς δεν εγγυάται ότι το 5χρονο παιδί που μαγνητίζει με τη χαριτωμένη του φατσούλα στην ηλικία των 12-14 δε θ’ αλλάζει.
Η Emily Ratajkowski, ένα σούπερ μόντελ με αρκετά υψηλό κασέ που έχει κάνει αίσθηση τα τελευταία χρόνια. αναλύει το τίμημα της ομορφιάς που χρειάστηκε να πληρώσει η ίδια στο βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο “my body”. Αποκαλύπτει την εμμονή της οικογένειάς της με την εμφάνισή της και τον τρόπο με τον οποίο ενήλικα πρόσωπα γύρω της σεξουαλικοποίησαν το σώμα της από πολύ μικρή ηλικία.
Όπως γράφει η Emily στο βιβλίο της, ξεκίνησε να τραβάει την ανδρική προσοχή ήδη από τα 12 της χρόνια. Είχε μια μητέρα η οποία, έβρισκε άξιο σχολιασμού και επίτευγμα το ότι η κόρη της έχαιρε ανδρικών βλεμμάτων και σχολίων, βρίσκοντας την ομορφιά της προκλητική κι υπερβολικά σέξι. Ο κόσμος του μόντελινγκ έσπρωξε σταδιακά τη νεαρή Emily, που είχε σώμα κατάλληλο για φωτογραφήσεις μαγιό και καταλόγους, στον κόσμο των διαφημίσεων. Πράγμα που έδωσε την ευκαιρία σε υπεύθυνους κάστινγκ να τη χειρίζονται λες κι είναι αντικείμενο ηδονής και προσφέρεται προς πάσα ανδρική φαντασίωση. Η ίδια η μητέρα της τοποθέτησε μια σέξι ασπρόμαυρη φώτο της κόρης της, που πήγαινε ακόμη σχολείο, στον πάγκο της κουζίνας μπροστά από την εξώπορτα. «Όποιος έμπαινε στο σπίτι έβλεπε κατευθείαν να τον υποδέχονται τα σουφρωμένα μου χείλη, τα γυμνά μου πόδια και τα φουσκωτά μαλλιά μου» γράφει η Ρατακόφσκι. Μια φωτογραφία που της προκαλούσε ντροπή για τον ίδιο της τον εαυτό. (Πηγή δήλωσης)
Όπως εξηγεί στο βιβλίο της, αρχικά δεν έδινε σημασία σ’ αυτά τα περιστατικά. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι το να είναι sex symbol κι επιδεικνύει ελεύθερα το σεξαπίλ της, όπου και την έκανε πιο δυνατή. «Ήμουν παιδί κι ήξερα πώς ν’ ανιχνεύω την ανδρική επιθυμία.» Όταν όμως άρχισε να βλέπει πως εκμεταλλεύονταν την καριέρα της φωτογράφοι που είχαν τραβήξει σέξι πόζες της σε νεαρή ηλικία και να συναντά όλο και περισσότερους άνδρες που θεωρούσαν ότι μπορούν χωρίς την άδειά της και χωρίς συνέπειες να τη σεξουαλικοποιούν, κατάλαβε ότι είχε χάσει η ίδια τον έλεγχο στο κορμί της.
«Δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι οι γυναίκες που κερδίζουν τη δύναμή τους μέσω της ομορφιάς καταλήγουν να τη χρωστούν στους άνδρες, η επιθυμία των οποίων τους έδωσε αυτή τη δύναμη. Αυτοί οι άνδρες είναι που έχουν τον έλεγχο, όχι οι γυναίκες που ο κόσμος κοιτά με θαυμασμό.» (πηγή δήλωσης)
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου