Οι smashing pumpkins το έλεγαν χρόνια τώρα: “a killer in me is a killer in you”. Μετά το πρώτο σοκ, το μούδιασμα και τον αποτροπιασμό που νιώθουν οι περισσότεροι στο άκουσμα ενός εγκλήματος, ξεκίνα η εθιστική απορρόφηση κάθε λεπτομέρειας με όλα τα πρόσφορα μέσα (τηλεόραση, διαδίκτυο, έντυπα κι ηλεκτρονικά μέσα), τα οποία ασχολούνται μ’ αυτό.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση παρακολούθησης εκπομπών πού εξιχνιάζουν αληθινά εγκλήματα, σειρών με εκτενείς πληροφορίες για ειδεχθή εγκλήματα που έχουν ήδη γίνει, podcasts με προφορικές μαρτυρίες φρικιαστικών εγκλημάτων- ακόμη και από τους ίδιους τους δράστες τους. Τι είναι αυτό όμως που μας εξιτάρει στο να εμβαθύνουμε σε κάθε πτυχή του εγκλήματος ως σύγχρονοι Σέρλοκ holmes;
Ίσως είναι μια υποσυνείδητη απόπειρα ανακάλυψης της δικής μας σκοτεινιάς και μια προσπάθεια εκλογίκευσης του κατά πόσο είναι εύκολο κάποιος τελικά να «περάσει» τα όρια των ηθικών κανόνων. Ποια είναι η αιτία που οδηγεί κάποιον εκεί; Ποια αφορμή μπορεί να σταθεί ικανή να κάνει κάποιον να ξεφύγει από μια οριοθετημένη (από την ίδια την κοινωνία) ηθική περιοχή, έξω από αυτό που για εμάς είναι αποδεκτό και γνωστό; Ένας εγκληματίας έχει ξεπεράσει τα όρια αυτά κι έτσι, μας μεταφέρει σε αχαρτογράφητο ψυχικό χώρο στον οποίο ψάχνουμε να δούμε πόσο κοντά ή μακριά είμαστε. Ο Αλμπέρ Καμί, εξάλλου, ανέδειξε ότι υπάρχει αυτός ο πιθανός ψυχικός χώρος μέσα στον καθένα μας λέγοντας ότι: «Κάθε άνθρωπος είναι ένας εγκληματίας που παραμένει άγνωστος.»
Η άλλη όψη του νομίσματος, είναι ότι προσπαθώντας να εξορθολογίσουμε πώς, στην περίπτωση της Πάτρας π.χ., η γυναίκα της διπλανής πόρτας που «έμοιαζε καλή και ήσυχη» κατά τη γειτονιά έφτασε σ’ αυτήν την απάνθρωπη πράξη. Η ανάγκη να ενημερωθούμε για όσα η πράξη αυτή κρύβει κατά τη Dr. Sharon Packer, ενέχει και μια ανακούφιση κι αίσθηση ασφάλειας ότι στη θέση ενός πτώματος δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι ή οι δικοί μας άνθρωποι. Όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο κι ίσως σαδιστικό να θέλουμε ν’ ανακαλύψουμε τι σε κάνει δολοφόνο, θέλουμε και να εξασφαλίσουμε οδηγίες για το τι δε σε κάνει θύμα. Από την πληροφόρηση τι προηγήθηκε «πριν από το κακό» αντλούμε τις συμβουλές τι να αποφεύγουμε εκεί έξω. Όλοι έχουμε γίνει δέκτες μιας αληθινής ιστορίας εγκλήματος που για παραδειγματισμό ξεκινά ως «Είδες όταν πήγε εκεί ή έκανε αυτό, τι έπαθε;».
Η άλλη πιθανή εξήγηση πηγάζει από την ακατανίκητη ανθρώπινη περιέργεια όπως έχει πει και Δρ Michael Mantell, πρώην ψυχολόγος της αστυνομίας του San Diego. Ο άνθρωπος αναζητά αδρεναλίνη και η δίψα για ικανοποίηση της περιέργειας αυτής μπορεί να ωθήσει σε μια εθιστική αναζήτηση υπερπληροφόρησης ως προς ένα ή μια σειρά εγκλημάτων. Εξάλλου, από μικροί βιώνουμε το ανικανοποίητο όταν αισθανόμαστε ότι κάτι μας κρύβουν στο μικρόκοσμο της οικιακής ζωής (στήνουμε αυτί πίσω από την πόρτα ν’ ακούσουμε τι λένε οι μεγάλοι) κι έπειτα της κοινωνικής ζωής αφού θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα για τους άλλους και τα μυστικά τους. Πόσω μάλλον κάτι τόσο απόκρυφο, όπως οι πληροφορίες γύρω από ένα έγκλημα, είναι πολύ δύσκολο να μη μας πυροδοτήσουν την περιέργεια αυτή. Βέβαια δεν είναι και σπάνιο, άνθρωποι που έχουν υπερβεί την ενασχόληση με τις πληροφορίες για κάποιο έγκλημα, ή εγκληματία να έχουν οριστεί αυτόκλητα σ’ ερευνητές και να έχουν εθιστεί σε θεωρίες συνωμοσίας.
Αυτό που παρ’ όλα αυτά πρέπει να προσέξουμε, είναι ότι η οπτικοποίηση της βίας γίνεται ορατή και σε παιδιά. Ένα σύγχρονο παιδί που παρακολουθεί συστηματικά τηλοψία βλέπει -κατά αμερικανικούς υπολογισμούς- περίπου 4.000 φονικά το χρόνο. H υψηλή θεαματικότητα, που σημαίνει υψηλή ζήτηση από το κοινό, κάμπτει κάθε ενδοιασμό σχετικά με την προβολή της βίας κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει για το αν τελικά αυτή η εθιστική προσκόλληση στα στοιχεία των εγκλημάτων και το προφίλ του εγκληματία, μπορεί εν δυνάμει τελικά να «κατασκευάζει» το έγκλημα.
Προσθέτοντας μια φιλοσοφική-θρησκευτική χροιά, ο φονιάς Κάιν, απέμεινε μόνος γενάρχης των ανθρώπων, άρα μ’ έναν τρόπο όλες οι ανθρώπινες γενιές είναι απόγονοι του Κάιν κι αυτό δημιουργεί και μια ιδεολογικοποίηση της βίας. Ο ίδιος ο Νίτσε εξάλλου τη θεώρησε αναγκαίο συστατικό για την επιβολή του Υπερανθρώπου.
Όλα τα παραπάνω αίτια που μας έλκουν στο ξεψάχνισμα του εγκλήματος συνοψίζονται, τελικά, στη φράση του ίδιου του «μετρ του τρόμου» Άλφρεντ Χίτσκοκ: «Νομίζω ότι στον καθένα αρέσει ένα καλό έγκλημα, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι το θύμα».
Φωτογραφία από: Patratora.news
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου