Το Mary Celeste αποτελεί τη ναυαρχίδα των θεωριών για τα πλοία-φαντάσματα. Από άποψη κατασκευής, ήταν ένα σκάφος διπλού ιστού, γνωστό ως brigantine, ενώ ξεκίνησε το μοιραίο ταξίδι του στις 7 Νοεμβρίου 1872, όπου έπλευσε με επτά μέλη του πληρώματος, τον καπετάνιο Μπέντζαμιν Σπούνερ Μπριγκς, τη σύζυγό του Σάρα και τη δίχρονη κόρη τους Σοφία. Το πλοίο 282 τόνων αντιμετώπισε κακοκαιρία για δύο εβδομάδες, στο ταξίδι του για να φτάσει στις Αζόρες, στις οποίες δεν έφτασε ποτέ. Ήταν τότε που καταγράφηκε η τελευταία κίνηση του πλοίου στις 5 το πρωί της 25ης Νοεμβρίου. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη έπειτα.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες που κυμαίνονται από την πειρατεία μέχρι τους θανατηφόρους υδάτινους όγκους, τα εξωγήινα πιατάκια και την παρουσία φαντασμάτων. Αν και πολλοί γνώριζαν για το μυστήριο που το περιέβαλλε, η ιστορία αυτού του τραγικού πλοίου έγινε δημοφιλής μετά τη δημοσίευση του διηγήματος του Sir Arthur Conan Doyle. Η ιστορία αφορούσε έναν πρώην σκλάβο που έγινε δολοφόνος ναύτης, οποίος σκορπούσε τον τρόμο στις θάλασσες και στοίχειωνε τα καράβια τα οποία λεηλατούσε. Ωστόσο, μια άλλη έρευνα για το Mary Celeste, ήταν αυτή της Anne MacGregor, η οποία παρήγαγε την ταινία «The True Story of Mary Celeste» με χρηματοδότηση από τα Smithsonian Networks, δίνοντας μια διαφορετική αφήγηση στην ιστορία.

Η εύρεσή του έγινε από το πλήρωμα ενός άλλου σκάφους που ονομάζεται Dei Gratia. Εντόπισε το Mary Celeste δέκα ημέρες αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1872, παρασυρόμενο κι έρημο στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα ανοιχτά των Αζορών, στην Πορτογαλία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το κύριο πανί του ήταν τρυπημένο και σκισμένο. Το σκάφος κινούνταν με τον άνεμο και φαινόταν ότι κανείς δεν το ήλεγχε. Ο καπετάνιος της Dei Gratia, David Morehouse, και καλός φίλος του Benjamin Spooner Briggs, του καπετάνιου του Mary Celeste, μόλις αναγνώρισε ότι το πλοίο ήταν η Mary Celeste, έστειλε τον πρώτο του ναύτη, Oliver Deveau, για να μάθει εάν όλοι όσοι επέβαιναν σε αυτό ήταν ασφαλείς.

Ωστόσο, η επιβίβαση στο πλοίο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Παρά την προσπάθεια επικοινωνίας με το πλήρωμα, ούτε μια ψυχή δε φάνηκε. Ο Όλιβερ Ντιβό και κάποιοι άλλοι ναύτες σκέφτηκαν ότι το πλήρωμα πρέπει να έπασχε από επιδημία κι έτσι, ενδεχομένως να ήταν αδύναμοι κι άρρωστοι, ανήμποροι να βοηθήσουν τους εαυτούς τους ή να ζητήσουν βοήθεια. Ωστόσο, όταν τελικά κατάφεραν να ανέβουν στο πλοίο, έπαθαν σοκ όταν δε βρήκαν κανέναν εκεί, πέραν μιας γάτας. Δεν υπήρχαν σημάδια πειρατείας. Τίποτα δεν κλάπηκε και τα υπάρχοντα και το φορτίο του πληρώματος ήταν όλα στη θέση τους. Όλα ήταν ήρεμα κι ήσυχα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και τα ποτήρια γεμάτα με κρασί. Οι συνθήκες όπου βρέθηκε το πλοίο προστέθηκαν στο μυστήριο γύρω από αυτό.

Μην μπορώντας να βρει κανέναν, το Dei Gratia έπλευσε περίπου 800 μίλια προς το Γιβραλτάρ. Ένα βρετανικό δικαστήριο επικεντρώθηκε κυρίως στο αν το πλήρωμα του Dei Gratia είχε δικαίωμα πληρωμής από τους ασφαλιστές του πλοίου και στράφηκαν οι υποψίες προς τα εκεί. Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας Frederick Solly-Flood ήταν καχύποπτος και διέταξε διεξοδική έρευνα. Μετά την πάροδο τριών μηνών, το δικαστήριο δε βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για κακόβουλη ενέργεια. Οι διασώστες έλαβαν το ένα έκτο των 46.000 δολαρίων για τα οποία ήταν ασφαλισμένη η Mary Celeste και το φορτίο της. Αυτό πυροδότησε ακόμα πιο πολύ τις πεποιθήσεις των αρχών ότι το πλήρωμα της Dei Gratia μπορεί να μην ήταν εντελώς αθώο.

Μια θεωρία που έχει κερδίσει μεγάλη ανταπόκριση για το πλοίο-φάντασμα είναι αυτή που περιστρέφεται γύρω από το φορτίο του με τα βαρέλια με αλκοόλ και την απόφαση του καπετάνιου να εγκαταλείψει το σκάφος προτού ξεσπάσει φωτιά. Το γεγονός ότι αποκαλύφθηκαν εννέα βαρέλια αλκοόλ κι ένα σχοινί κρεμόταν στο νερό, ενίσχυσε την αξιοπιστία αυτής της υπόθεσης, αν και τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει τεκμηριωθεί. Πιστεύεται ότι οι ατμοί του αλκοόλ διαστέλλονταν στη ζέστη των Αζορών, έτσι η κύρια καταπακτή έσκασε κι ως εκ τούτου, όλοι οι επιβαίνοντες φοβήθηκαν μια έκρηξη κι εγκατέλειψαν το πλοίο. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι η κύρια καταπακτή ήταν ασφαλής και δε μύριζε αναθυμιάσεις. Σύμφωνα με την έκθεση, 9 από τα 1701 βαρέλια ήταν άδεια, αλλά αυτά τα εννέα άδεια βαρέλια ήταν κατασκευασμένα από κόκκινη βελανιδιά κι όχι λευκή βελανιδιά όπως τα άλλα (η κόκκινη βελανιδιά είναι πιο πορώδες ξύλο κι είναι πιο πιθανό να διαρρεύσει).

Μια άλλη πηγή υποψίας ήταν τα δύο γερμανικά μέλη του πληρώματος. Ο Volkert κι ο Boye Lorenzen έπεσαν στο στόχαστρο των υποψιών, καθώς δε βρέθηκε κανένα από τα υπάρχοντά τους στο πλοίο. Ωστόσο, ένας από τους συγγενείς τους κατέθεσε ότι τ’ αδέρφια έχασαν τα υπάρχοντά τους σε ένα ναυάγιο του 1872 και δεν είχαν κανένα κίνητρο να προκαλέσουν κακό σε άλλα μέλη του πληρώματος.

Υπάρχουν πολλά στην ιστορία της Mary Celeste που δε θα μάθουμε ποτέ. Έχει περάσει πάρα πολύς χρόνος, χάθηκαν πάρα πολλά στοιχεία κι όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει. Κι όμως για πολλούς η ιστορία συνεχίζεται, καθώς η εξαφάνιση από τον χρόνο και τον χώρο ενός ολόκληρου πληρώματος αιχμαλωτίζει τη φαντασία, όπως ακριβώς αιχμαλωτίζει το απέραντο άγνωστο του ανοιχτού ωκεανού που είναι ένα μέρος όπου μπορούν να συμβούν τέτοια πράγματα.

Τελικά, για τη Mary Celeste, το τέλος ήταν πολύ λιγότερο μυστήριο. Τον Νοέμβριο του 1884, την έπλευσαν σ’ έναν ύφαλο ακριβώς έξω από την ακτή της Αϊτής. Ναυάγησε από έναν στραβό καπετάνιο που προσπαθούσε να εξαπατήσει την ασφαλιστική του εταιρεία. Κατηγορήθηκε γι’ απάτη και πέθανε αμέσως μετά.

Ε, όχι! Χίλιες φορές το μυστήριο!

Συντάκτης: Ευαγγελία Τόλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου