Ένα πανέμορφο κορίτσι γεννιέται το 1937 στο Μόναχο. Ένα κορίτσι το οποίο θα καταρρίψει πολλά στερεότυπα, τόσο για το «αδύναμο» φύλο, όσο και για τα πρότυπα ανατροφής. Είναι η κόρη του Χανς Ερτλ, ενός από τους έμπιστους κινηματογραφιστές του Αδόλφου Χίτλερ κι ο υπεύθυνος των κάμεραμεν του κινηματογραφικού συνεργείου της Λένι Ρίφενσταλ, μια από τις πιο καθιερωμένες ναζίστριες, σκηνοθέτις. Έτσι λοιπόν η Μόνικα αναθρέφεται με τη ναζιστική ιδεολογία ως θέσφατο σ’ ένα σπίτι με καθημερινές επισκέψεις διάφορων μεγαλοστελεχών του ναζιστικού κόμματος. Ανάμεσά τους κι ο Κλάους Μπάρμπι, υπεύθυνος σειράς εγκλημάτων πολέμου στη Γαλλία κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για το ευρύ κοινό λοιπόν ήταν «ο χασάπης της Λυών», ενώ για τη Μόνικα ήταν ο «θείος Κλάους».
Η Μόνικα δε μεγαλώνει σαν τα άλλα κορίτσια, αλλά σαν αγοροκόριτσο με εκπαίδευση ακόμη και να πυροβολεί. Όσο μεγαλώνει, αρχίζει να αποστρέφεται από όσα βλέπει και μαθαίνει γύρω της. Καθοριστική στιγμή η μετακόμιση της οικογένειάς της στη Λατινική Αμερική. Ο πατέρας της το 1954 απογοητεύεται επειδή η Γερμανία δεν του απονέμει το εθνικό βραβείο κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Camp 5 (6.900 m) στο Nanga Parbat», (την ταινία του 1953 που είναι αφιερωμένη στην πρώτη ανάβαση του μεγάλου Γερμανού αλπινιστή, Χέρμαν Μπουλ, που μόνος του και χωρίς οξυγόνο, κατακτά την κορυφή στο Nanga Parbat των Ιμαλαΐων) κι έτσι μετακομίζει με την οικογένειά του στη Βολιβία. (μηχανή του χρόνου)
Εκεί, η 17χρονη πια Μόνικα γοητεύεται από έναν διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο των επαναστάσεων της Λατινικής Αμερικής κι απεγκλωβίζεται από τη γαλούχηση και τις προσδοκίες του πατέρα της. Στη Λατινική Αμερική ήδη έχουν μετακομίσει πολλά στελέχη των ναζί για ν’ αποφύγουν τις δίκες στην Ευρώπη, κι εκεί ο πατέρας της συμμετέχει ενεργά στις ναζιστικές, αντικομμουνιστικές ομάδες. Η Μόνικα δεν είναι πια το κοριτσάκι του μπαμπά κι έρχεται σε επαφή με περιφερειακά μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού της Βολιβίας που ο ίδιος ο Τσε από το 1966 έχει ιδρύσει. Φεύγει από το πατρικό της σπίτι και βγαίνει στον δρόμο του αγώνα με το ψευδώνυμο «Ιμίλα η Ινδιάνα». Η φήμη της μεγαλώνει κι οι σύντροφοί της τη χαρακτηρίζουν ως άτομο «που δε γνωρίζει φόβο».
Τα μόνα βόλια που τη βρίσκουν είναι του έρωτα του Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστού με το ψευδώνυμο «Ίντι», στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας που προετοιμάζει το έδαφος για τον Τσε στη Βολιβία. Η Μόνικα ανά διαστήματα επισκέπτεται τον πατέρα της για να τον βλέπει, αλλά ποτέ δεν κατέληγαν ήρεμα οι συναντήσεις τους, αφού την προκαλεί με ειρωνείες: «Τι κάνετε στη ζούγκλα; Ετοιμάζεστε να μετατρέψετε τους πιθήκους σε μαοϊκούς;»
Δυστυχώς το αντάρτικο της Βολιβίας, στα πρότυπα της Κούβας, δεν έχει καλή έκβαση. Ο Τσε, ο Ίντι κι όλοι οι άνδρες του ELN στριμώχνονται από τον εθνικό στρατό της χώρας μαζί με πράκτορες της CIA, που τους καταδιώκουν ανελέητα. Ο Τσε συλλαμβάνεται κι εκτελείται στο χωριό Λα Ιγκέρα στις 9 Οκτωβρίου 1967. Η Μόνικα συνθλίβεται κι ορκίζεται εκδίκηση.
Δεν περνάνε δύο χρόνια κι ο έρωτάς της Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, εγκλωβίζεται σ’ ένα σπίτι, συλλαμβάνεται, βαασανίζεται και τελικά εκτελείται. Ως νεκρός βεβηλώνεται η μνήμη του από τις βολιβιανές εφημερίδες ως νέα επιτυχία της κυβέρνησης με φωτογραφίες του νεκρού κι από πάνω του διάφορους χαμογελαστούς αξιωματούχους. Η Μόνικα μέσα στο αβάσταχτο πένθος στρέφει τον στόχο της εκδίκησης σ’ ένα πρόσωπο, το οποίο χαμογελάει και κρατάει στο χέρι του ένα τσιγάρο για να γιορτάσει το γεγονός. Ο Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρ είναι ο βασικός εκτελεστής του Τσε και του Ίντι. Η δίψα για εκδίκηση γίνεται εμμονή.
Το βολιβιανό καθεστώς, για να προστατεύσει τον Κιντανίλια από τους αντάρτες, τον κάνει γενικό πρόξενο της Βολιβίας στο Αμβούργο της Γερμανίας. Για τη Μόνικα δεν υπάρχει καλύτερη ευκαιρία. Μεθοδικά καταστρώνει το σχέδιο εκτέλεσής του, δυο ολόκληρα χρόνια. Πρωταπριλιά του 1971 κι εκείνη με εντυπωσιακό ντύσιμο, ψηλοτάκουνες γόβες κι επιμελημένο χτένισμα και μακιγιάζ, πηγαίνει στο προξενικό γραφείο στη Γερμανία. Χτυπάει την πόρτα κι ο πρόξενος σαγηνεύεται και της επιτρέπει την είσοδο.
«Ονομάζομαι Μόνικα Ερτλ. Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύσαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε.»
Εκείνος δεσμεύεται να τη βοηθήσει και της προτείνει να βγουν δίνοντάς της και την κάρτα του. Έτσι η Μόνικα σιγουρεύεται πως είναι αυτός. Χαμογελάει και ψύχραιμα βγάζει από την τσάντα της ένα πιστόλι τύπου colt cobra 38 special. Τρεις σφαίρες στο στήθος κι ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας πέφτει νεκρός μέσα στο γραφείο του. Η Μόνικα εξαφανίζεται αλλά όχι πριν αφήσει την «υπογραφή» της. Το όπλο, μια ξανθιά γυναικεία περούκα κι ένα σημείωμα που έγραφε «Victoria o muerte» (νίκη ή θάνατος).
Η Μόνικα ξεπερνά τις δυσκολίες κι επιστρέφει στη Βολιβία όπου έχει ήδη βρει καταφύγιο ο «θείος Κλάους». Η ίδια είναι επικηρυγμένη με 20.000 δολάρια, ποσό μεγαλύτερο κι από την αντίστοιχη επικήρυξη του Γκεβάρα, κι έτσι οι κινήσεις της είναι ακόμη πιο περιορισμένες. Όμως έχει έναν νέο στόχο: τον «θείο Κλάους», που μόνο εύκολο θύμα δεν είναι.
Η Μόνικα Ερτλ, μαζί με τον Ρεζίς Ντεμπρέ, στενό συνεργάτη και φίλο του Τσε, παρακολουθούν νυχθημερόν τον Κλάους Μπάρμπι, με άλλους «συντρόφους» τους. Η στιγμή της απαγωγής φθάνει. Ο «χασάπης της Λυών» όμως, έχει παντού ανθρώπους κι έτσι, κάποιος τους προδίδει. 12 Μάη του 1973, η Μόνικα, όπως ο Τσε κι ο Ιντι, πέφτει σε ενέδρα κι εκτελείται. Η σορός της, όπως του Τσε, όπως και του Ίντι, φωτογραφίζεται ως επίτευγμα για τις βολιβιανές Αρχές και θάβεται σε άγνωστο μέρος για να μη μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος.
Μπορεί να πυροβόλησαν την ίδια, αλλά όχι τη μνήμη της, καθώς κατά τα λόγια του ίδιου του Τσε: «Πυροβολήστε με δειλοί. Θα σκοτώσετε έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες μου.»
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου