Ας το παραδεχτούμε. Το μεγαλύτερο ψέμα όλων των εποχών είναι το γνωστό «εγώ για την παρέα θα έρθω, δε θα φάω». Όλοι έχουμε έναν τέτοιο τύπο στο ευρύτερο φιλικό μας περιβάλλον. Ακόμη κι αν δεν είναι μέσα στη βασική πεντάδα των κολλητών, σίγουρα έχουμε γνωρίσει ένα άτομο που μετά τις πρώτες δύο-τρεις συναναστροφές, καταλαβαίνεις τι παίζει μαζί του και τη σχέση του με το φαγητό.
Είναι συγκεκριμένες οι ατάκες του. «Μπα δεν πεινάω», «με περιμένουν για φαγητό στο σπίτι», «έχω κανονίσει φαγητό αργότερα», «έτσι πέρασα για βόλτα». Στο πρώτο δικό σου «έλα μωρέ κάτσε», λες και τον χτυπάει ρεύμα, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, έχει ακουμπήσει μπουφάν, τσιγάρα, κινητό και έχει πάρει θέση δίπλα σου, απαντώντας ανακουφισμένος «άντε, εντάξει θα κάτσω λίγο. Αλλά δε θα φάω, θα τσιμπήσω μόνο κάτι. Έτσι για την παρέα».
Κι εκεί που παραγγέλνετε και περιμένεις ίσα-ίσα να δοκιμάσει λίγο απ’ τα ορεκτικά, έρχονται στο τραπέζι οι τηγανιτές πατάτες. Και πώς να αντισταθεί; Η πατάτα είναι συναίσθημα δεν είναι φαγητό, άλλωστε. Και μια ακόμη πιρουνιά σαλάτα γιατί είναι δροσερή, και δυο καλαμάκια κοτόπουλο γιατί προσέχει και τη διατροφή του, ιδιαίτερα το βράδυ, και κάνα-δυο αλάδωτες πιτούλες. Και πιάσε κι ένα κρασάκι ακόμα, πάντα για την παρέα. «Και βάλε μπόλικες φέτες ζαμπόν, κυρ-Στέφανε, και κανένα γλυκάκι για τη χώνεψη» και πάει λέγοντας.
Το ίδιο έργο παίζει και στην καφετέρια άνετα. Είναι όλοι αυτοί οι τύποι που ενώ παραγγέλνουν καφέ αργά το απόγευμα, τρώνε τα πατατάκια από εμάς που παραγγέλνουμε μπίρα. Αφού, ρε παιδιά, η μπίρα το τραβάει το πατατάκι της για να την απολαύσεις σωστά. Κι εκεί που συζητάς αμέριμνος, πίνεις τη γουλιά σου κι ετοιμάζεσαι να απλώσεις το χέρι στο μπολ, συνειδητοποιείς ότι τα πατατάκια έχουν κάνει φτερά, μόνο κάτι τρίμματα έχουν απομείνει. Επική ατάκα που ενδέχεται να ακούσεις, γι’ αυτό να ‘σαι προετοιμασμένος: «Μωρέ, δε ζητάς άλλο ένα μπολάκι πατατάκια, με ρίγανη αν έχει καλύτερα; Άσε που αυτά ήταν λίγο μπαγιάτικα».
Το παραπάνω σκηνικό καν’ το εικόνα, εναλλακτικά και με ξηρούς καρπούς. Εξαφανίζονται σε χρόνο dt, το τασάκι μπροστά σου δε, έχει τιγκάρει απ’ τα τσόφλια, ούτε τσιγάρο δεν μπορείς να σβήσεις. Δεν έχεις φτάσει το ποτό σου ούτε μέχρι τη μέση και -μεταξύ μας- ντρέπεσαι και λίγο να ζητήσεις δεύτερο γύρο φιστίκια, εφόσον δεν ξαναπαραγγέλνεις και κυρίως εφόσον δεν τα έφαγες εσύ!
Και φυσικά, η παραπάνω συμπεριφορά, πέραν της ταβέρνας και της καφετέριας, μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί και στο σενάριο delivery. Εκτυλίσσονται πανομοιότυποι διάλογοι που σε οδηγούν σε παρεμφερείς σκέψεις -«να τον πνίξω τώρα ή να καταπιεί πρώτα;»- όταν δεν παραγγέλνει για τον εαυτό του και καταλήγει να τρώει ολόκληρη μερίδα.
Οι ίδιοι, επιρρεπείς στον πειρασμό του τσιμπολογήματος τύποι απαντούν πολλές φορές στη δική σου ευγενική ερώτηση «δε θα φας μαζί μας;» με τα επίσης συμπαθητικά «θα δοκιμάσω λίγο από σένα» ή «άφησέ μου λίγο απ’ το δικό σου στο τέλος».
Εντάξει, αφού δεν πεινούσε κατά βάθος. Μόνο για τη γεύση δοκίμασε και μόνο για την παρέα τσίμπησε. Άλλωστε τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Δεν το κάνει σκόπιμα, μάλλον ασυναίσθητα. Ώρες-ώρες ίσως και να σε ενοχλεί. Αλλά μπορείς να νευριάσεις μαζί του; Mία, δύο, τρεις, μετά μαθαίνεις να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις και όταν ακούς «δε θα φάω, θα τσιμπήσω» αυτόματα σημαίνει «θα δοκιμάσω λίγο απ’ ότι περάσει πάνω απ’ το τραπέζι, και πού θα μου πάει, θα μου ανοίξει ως τότε η όρεξη».
Δεν είναι κακοί αυτοί οι τύποι. Εάν ήταν κακοί, δε θα ήταν φίλοι μας. Και με τους φίλους μας, περνάμε καλά, διασκεδάζουμε, γελάμε. Το τελευταίο που θέλουμε είναι γκρίνιες, νεύρα και μιζέριες. Πίνουμε, τρώμε, ξαναπίνουμε, ξανατρώμε.
Παιδιά, αυτό το τελευταίο κεφτεδάκι θα το φάει κανείς;
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή