Μέχρι πριν κάποια χρόνια δεν τολμούσες να το ξεστομίσεις καν. Η φράση «οι γονείς μου έχουν χωρίσει» θεωρείτο κάτι σαν μίασμα, ήθελε πολύ θάρρος ακόμη και για να την ψιθυρίσεις μέσα απ’ τα δόντια. Στο σχολείο το κρατούσες κρυφό, ανήκες σίγουρα στη μειοψηφία, τότε που σε κοιτούσαν με μισό μάτι, σε σχολίαζαν κι ενίοτε σε λυπούνταν γι’ αυτό το κακό που βρήκε την οικογένειά σου.
Στις μέρες μας, τα παιδιά χωρισμένων γονιών σαφέστατα δεν αποτελούν πια μειονότητα. Αν το καλοσκεφτείς, είναι οξύμωρο να θεωρείται τόσο φυσιολογικό σαν συμβάν, δεδομένου όμως ότι, στατιστικά πλέον, ένα ποσοστό της τάξεως του 40% -τουλάχιστον- των γάμων καταλήγει σε διαζύγιο, δεν είναι παράλογο που συμβαίνει.
Τα διαζύγια προέρχονται είτε από ζευγάρια που δεν προσπάθησαν αρκετά κι αμοιβαία να σώσουν το γάμο τους είτε από εκείνα που το πάλεψαν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Σε κάθε περίπτωση, ένας χωρισμός είναι επώδυνος και ψυχοφθόρος, πολύ περισσότερο όταν υπάρχει κι ένα παιδί.
Όλα τα παιδιά έχουν ανάγκη να μεγαλώνουν και με τους δύο τους γονείς. Όλοι το ξέρουμε και συμφωνούμε ως προς το γενικό κανόνα. Όταν όμως οι διαπληκτισμοί μέσα στο σπίτι είναι καθημερινοί, οι φωνές ασταμάτητες και το οικογενειακό περιβάλλον θυμίζει εμπόλεμη ζώνη, το διαζύγιο γίνεται, δυστυχώς, μονόδρομος.
Το δύσκολο για ένα παιδί είναι να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων: ένα ζευγάρι γονέων που αγαπήθηκε πολύ, που μοιράστηκε τόσα και τόσα, δύο άνθρωποι που έκαναν κοινά όνειρα, που υπολόγιζαν να γεράσουν και να πεθάνουν μαζί, ξαφνικά -ή όχι και τόσο ξαφνικά- αποφασίζουν να τραβήξουν δρόμους χωριστούς. Τα συναισθήματα είναι συγκεχυμένα και διαδέχονται το ένα τ’ άλλο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς· θυμός, οργή, θλίψη, πόνος, απογοήτευση, φόβος.
Η μετάβαση ποτέ δεν είναι εύκολη. Να ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι: δύο άνθρωποι που γίνονται πρώην σύζυγοι δε συνεπάγεται ότι γίνονται και πρώην γονείς. Η αγάπη προς τα παιδιά δεν αλλάζει, ακόμη κι αν αλλάξει η διεύθυνση κατοικίας ενός εκ των δύο. Το γεγονός ότι η μεταξύ τους σχέση δε δούλεψε παρά την προσπάθεια, δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν μια καλή επαφή με συγκαταβατική διάθεση προκειμένου το παιδί να μπορέσει να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή.
Ανεξάρτητα αν, όντως, είναι συναίνεση και πολιτισμός, μέρος μιας άτυπης συμφωνίας ή ακόμη και τύψεις σ’ ένα βαθμό, σε κάθε τέτοια περίπτωση, ένα διαζύγιο οφείλει να έχει παιδοκεντρικό χαρακτήρα.
Για τα παιδιά που προέρχονται από διαζευγμένους γονείς ακούγονται ένα σωρό θεωρίες και θυμοσοφίες κατά καιρούς. Προς αποκατάσταση μέρους της τάξης, αυτά τα παιδιά δεν εξελίσσονται υποχρεωτικά σε αντικοινωνικά, επιθετικά ή κακά παιδιά. Ούτε εμπλέκονται απαραίτητα με κακές παρέες, εξαρτησιογόνες ουσίες, κατάχρηση αλκοόλ, πρόωρες σεξουαλικές συναναστροφές κι όλα αυτά τα μυθεύματα που συχνά-πυκνά παρουσιάζονται ως ο κανόνας κι η απόρροια της συνθήκης «χωρισμένοι με παιδιά». Για την ακρίβεια, έχουν περίπου ισόποσες πιθανότητες να στραφούν σε κάτι απ’ τα παραπάνω, όπως ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί αντίστοιχης ηλικίας.
Το αντίθετο μάλλον. Τα παιδιά χωρισμένων οικογενειών ωριμάζουν πρόωρα λόγω των συνθηκών και γίνονται πιο ανθεκτικά στις δυσκολίες. Με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ευθύνης και της αυτονομίας από νωρίς, το βάζουν πείσμα να γίνουν καλύτεροι στις δικές τους μεταγενέστερες, διαπροσωπικές σχέσεις. Προσπαθούν περισσότερο με στόχο να μη τους συμβούν τα ίδια, αναγνωρίζουν τα λάθη τους, μαθαίνουν ν’ ακούν, χτίζουν συνήθως σχέσεις διαρκείας, ποντάρουν σε μια μελλοντική, δεμένη οικογένεια, πασχίζουν γι’ αυτό, πιστεύουν στις ηθικές αξίες και τους θεσμούς.
Αυτό συμβαίνει γιατί δύο γονείς που αγαπήθηκαν πολύ, αν και χώρια, φρόντισαν να θέσουν ως προτεραιότητα το παιδί τους κι όχι τη μεταξύ τους σχέση. Ακόμη κι αν άλλαξαν τροχιά οι ζωές τους, υπήρχε πάντα ένας συνδετικός κρίκος που τους ένωνε και τους θύμιζε ότι έχουν αποκτήσει μαζί, κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο. Εσένα.
Τώρα, αν ξεπερνιέται ποτέ εξ ολοκλήρου ένα διαζύγιο για ένα παιδί, έναν έφηβο ή κι έναν ενήλικα; Mπορεί το αίσθημα της ντροπής να αποβάλλεται με τον καιρό, όσο «βελούδινα» όμως και να λήγει μια προσωπική ιστορία, το παράπονο μάλλον μένει για πάντα. Είναι αυτό το ερώτημα «γιατί να συμβεί σε μένα, στη δική μου οικογένεια;» που σε ταλανίζει αραιά και πού, ακόμη. Είναι που καταγράφεται στη μνήμη σου ανεξίτηλα, ιδιαίτερα αν το βιώσεις σε μια τρυφερή, παιδική ηλικία, τότε που όλοι οι φίλοι σου πήγαιναν στο σχολείο, έπαιρναν τον έλεγχο προόδου, έφταναν στα παιδικά πάρτι και γύριζαν πίσω στο σπίτι και με τους δύο τους γονείς.
Τα χρόνια περνάνε και ξέρεις ότι στο βάθος οι δικοί σου έκαναν τη σοφότερη επιλογή. Μεγάλωσες σε ένα υγιές περιβάλλον, χωρίς στερήσεις, αλλά με την παρουσία, τη φροντίδα, τη νουθεσία και την αγάπη και των δύο. Και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου