Κανείς και ποτέ δε συνηθίζει την ιδέα της απώλειας. Και δεν έχει να κάνει με τους δυνατούς ή μη χαρακτήρες. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Όσο και να το περιμένεις, όσο και να το ’χεις δουλέψει μέσα σου, όσο κι αν σε πολλές περιπτώσεις πιστεύεις ότι είναι η «καλύτερη» επιλογή, εκείνη τη στιγμή απλώς δε διανοείσαι αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου. Νομίζεις ότι είναι ψέμα, ότι κάτι δεν έχει πάει καλά, ότι κάτι στράβωσε στην πορεία απ’ το συνήθη προγραμματισμό, ότι είναι ένα κακό όνειρο και θα ξυπνήσεις. Έλα που δεν είναι.

Μεγαλώνεις με κάποιον, συμβιώνεις μαζί του, γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς σου, ονειρεύεσαι, γελάς, κλαις, τσακώνεσαι, μοιράζεσαι, ταυτίζεσαι κι επειδή η ζωή κάνει άλλα σχέδια και κάποιος άλλος αποφασίζει χωρίς να σε ρωτήσει, κάποια στιγμή όλο αυτό έρχεται να τερματίσει σε μια απότομη τελεία δίχως κανένα περιθώριο ανατροπής.

Το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι βυθιζόμαστε σε μια πεζή καθημερινότητα, στα δήθεν ανυπέρβλητα προβλήματα που ανακύπτουν, στις κακές στιγμές που μας μιζεριάζουν, στο άγχος να τα προλάβουμε όλα στην ώρα τους, στο φόβο μήπως δεν κάνουμε κάτι καλά και χάνουμε την ουσία κάπου εκεί. Και την προτεραιοποίηση.Και μια παραπάνω ζεστή αγκαλιά, μια αγαπημένη κουβέντα, ένα τρυφερό χάδι ή ένα γλυκό φιλί.

Είναι πιο ανώδυνο -λεκτικά και μόνο- να χαρακτηρίζουμε το θάνατο ως απώλεια. Όχι δηλαδή ότι αυτό γλυκαίνει περισσότερο το συναισθηματικό μας κόσμο που κομματιάζεται εκείνη τη στιγμή ούτε μας κάνει να συνηθίσουμε γρηγορότερα στην ιδέα. Άλλωστε, ποιος μπορεί να βάλει χρονοδιάγραμμα ή διακόπτη ασφαλείας στα συναισθήματα; Απλώς, με την απώλεια μαθαίνεις να ζεις. Με το θάνατο πού να μπλέκεις; Δε θες να το ξεστομίσεις καν. Και καλά κάνεις δηλαδή.

Η μεγάλη αλήθεια σε όλο αυτό είναι μία: κανένας δε φεύγει από δίπλα μας, από την καρδιά μας, από τη ζωή μας παρά μόνο εάν εμείς το επιτρέψουμε. Όταν ένας άνθρωπος είναι για μας πολύτιμος, δε βγαίνει από μέσα μας. Τον φέρνουμε συνέχεια στο νου, αναπολούμε στιγμές, συζητάμε γεγονότα, ξεφυλλίζουμε άλμπουμ με κοινές φωτογραφίες, θυμόμαστε όλες τις αστείες, ευχάριστες, κωμικοτραγικές στιγμές μαζί του και μ’ έναν μαγικό τρόπο ζει από μας, ζει μέσα μας, ζει για εμάς στον πιο ονειρικά πλασμένο κόσμο που θα μπορούσε.

Έτσι, μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο παραμένει στην καθημερινότητά μας, μας νουθετεί, αισθανόμαστε την παρουσία του συνεχώς κι αδιαλείπτως, μας βλέπει και μας προστατεύει από κάθε κακοτοπιά και νιώθουμε ότι δε λείπει ποτέ από το πλάι μας. Αυτό από μόνο του δεν είναι θαύμα;

Ακούς τραγούδια και θυμάσαι, βλέπεις εικόνες κι αναλογίζεσαι, το μυαλό σου παίρνει ανάποδες στροφές κι απλώς θες να ξεχάσεις. Γιατί; Ξεκινώντας απ’ τα βασικά, στα αλήθεια νομίζεις ότι μπορείς έτσι απλά;

Είναι αφόρητα σκληρό να μην ξαναδείς ένα δικό σου άνθρωπο. Δεν το χωρά ανθρώπινος νους. Φαίνεται ασύλληπτο εκείνην τη στιγμή. Με τι καρδιά να αποχαιρετίσεις παντοτινά. ‘Ομως, εφόσον δεν υπάρχει επιστροφή, σκέψου πόσο ευτυχισμένο θα έκανες αυτόν τον άνθρωπο, αν έστρεφες ψηλά το βλέμμα στον ουρανό και χαμογελούσες. Αν άφηνες τα δάκρυα στην άκρη και φορούσες το πιο φωτεινό σου χαμόγελο. Αν κοιτούσες τον καθρέφτη σου και τον καλημέριζες κάθε πρωί. Αν ξάπλωνες το βράδυ και τον συμπεριελάμβανες στις προσευχές και στα όνειρά σου. Αν προχωρούσες τη ζωή σου σαν να είναι μαζί σου.

Όσο περνούν τα χρόνια, μαθαίνουμε όλο και περισσότερο να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα της απώλειας. Καλώς ή κακώς, ας πούμε ότι αρχίζει και γίνεται μέρος της «κακής» καθημερινότητάς μας. Εκείνης που δε θέλουμε να σκεφτόμαστε, που μας πληγώνει, μας θυμώνει, -τουλάχιστον- μας βουρκώνει, μας ξενερώνει, μας ξενυχτά, μας αγριεύει, μας γειώνει.

Στο τέλος της ημέρας όμως, αυτή η σκονισμένη, η καλά κρυμμένη πλευρά της ζωής μας, μας δίνει άπλετη δύναμη. Δύναμη να κάνουμε βήματα μπροστά, να δούμε τη ζωή κατάματα, να χαμογελάσουμε σε καθετί στραβό, να χειριστούμε καθετί ανάποδο, να δίνουμε τόπο στην οργή, να κάνουμε σχέδια και όνειρα ξανά.

Έχουμε μέσα μας απίστευτη δύναμη ν’ αντέχουμε ακόμη και τον πιο σκληρό πόνο. Να συνεχίζουμε να προσπαθούμε για το καλύτερο, να κάνουμε τη μοναξιά μας την καλύτερη φίλη, ν’ απαντάμε στη σιωπή, ν’ αλλάζουμε σε κλάσματα του δευτερολέπτου την έκφραση του προσώπου μας, να κρατάμε το κεφάλι ψηλά, αισιοδοξώντας σε ομορφότερα πρωινά ξυπνήματα.

Κι αν δε θες ή δεν έχεις όρεξη να το κάνεις για σένα, κάνε το για εκείνον τον άνθρωπο που έμαθε να σε βλέπει δυνατό και γελαστό. Δε ζητάει κανείς να ξεχάσεις. Μόνο να συνεχίσεις να ζεις. Του το χρωστάς.

 Αφιερωμένο

 

Επιμέλεια κειμένου Κάτιας Σκίτσου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Κάτια Σκίτσου