Όχι, όχι. Για να σε προλάβω, δεν αναφέρομαι στα κλασικά, ελληνικά, κυριακάτικα φαγητά με τους γονείς και τ’ αδέρφια μας κατά τα πατροπαράδοτα έθιμα. Γι’ αυτά πετάμε τη σκούφια μας όλοι. Τότε που ανυπομονούμε να βρεθούμε όλοι μαζί σαν οικογένεια γύρω απ’ το τραπέζι, μία μέρα που θα βρούμε λίγο κοινό, ελεύθερο χρόνο, και που με αφορμή το μεσημεριανό φαγητό, θα πιούμε μερικά ποτηράκια κρασί παραπάνω, θα πούμε δυο κουβέντες περισσότερες σαν άνθρωποι, θα κάνουμε όμορφες συζητήσεις, θα λυθούμε στα γέλια, θα γεμίσει φωνές το σπίτι.
Μιλάω για εκείνα τα υποχρεωτικά τραπεζώματα που προκύπτουν και κανονίζονται κάτι άκυρες μέρες κι ώρες. Αυτά που καλείσαι να παραστείς μετά από δώδεκα ώρες δουλειάς ένα βράδυ Τετάρτης ή ένα μεσημέρι Σαββάτου που μόλις έχεις σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και με το φραπέ στο χέρι προσπαθείς να βρεις επαφή και σήμα στη Γη. Εκείνα που ψάχνεις ένα σωρό δικαιολογίες να μην πας, αλλά τελικά για χατίρι των γονιών σου κάνεις την καρδιά σου πέτρα. Ακόμη, εκείνα που μετά την πρώτη ώρα που θα κάτσεις, εντελώς τυχαία σε παίρνει ο κολλητός σου ότι κάτι του έτυχε και πρέπει να φύγεις εκτάκτως να πας να συμπαρασταθείς ή ίσως σε πιάνει μια ξαφνική ημικρανία, λυπάσαι πολύ, αλλά θα πρέπει να επιστρέψεις βιαστικά στο σπίτι σου.
Εκείνες οι μαζικές συνεστιάσεις με τα τραπέζια που θυμίζουν αρραβώνα, απ’ τη μία άκρη του σαλονιού ως την άλλη, με τους ξεχασμένους θείους και τις μακρινές θείες, τα τριτοτέταρτα ξαδέρφια και κάποιες άλλες συγγένειες που ποτέ μου δεν κατάφερα να καταλάβω επακριβώς. Εκεί που πρέπει να σε φιλήσουν όλοι σβουριχτά, να σε αγκαλιάσουν μέχρι σκασμού, να σου σφίξουν το χέρι μέχρι να μουδιάσει για να σου δείξουν πόσο σε πεθύμησαν καθότι βλέπεστε εξαιρετικά σπάνια. Στην πλειοψηφία τους είναι εκείνοι οι συγγενείς που αμοιβαίως δεν πολυσυμπαθιέστε, αλλά τι να κάνεις, πρέπει να τους υποστείς για λίγες ώρες κάθε χρόνο. Κι αυτοί, μη νομίζεις, κάπως έτσι νιώθουν, άλλο που δε θα το παραδεχτούν ποτέ.
Τα πιάνεις τα vibes με το που θα βρεθείτε στον ίδιο χώρο ότι σε κοιτούν από πάνω ως κάτω μήπως έχεις προβεί σε κάποια ενδυματολογική ατασθαλία, προκειμένου να έχουν κάτι βρε αδερφέ, να σου ανοίξουν κουβέντα. Αν πάλι είσαι στην πένα, όλο και κάτι εναλλακτικό θα βρουν για να δείξουν το ενδιαφέρον και την παρατηρητικότητά τους. Κι εκεί φυσικά που θ’ αρχίσουν τα όργανα θα είναι σε ερωτήσεις τύπου «Μήπως πάχυνες λίγο απ’ την τελευταία φορά που σε είδα;», που δεν ξέρεις αν θες ν’ απαντήσεις το πρώτο πράγμα που σου ‘ρχεται στο μυαλό και ταυτόχρονα να γίνει Τσέρνομπιλ η τραπεζαρία ή απλώς να χαμογελάσεις ευγενικά, να μη βγάλεις τσιμουδιά και να πιεις μονορούφι ένα ποτό, ώστε να πάρεις δυνάμεις για ό,τι θα επακολουθήσει στη βραδιά όλο εκπλήξεις.
Εκεί που πας να φας μια μπουκιά κοτόπουλο και σου κάθεται η γλυκόξινη σάλτσα στο λαιμό, καθώς δεν προλαβαίνεις να δέχεσαι καταιγισμό ερωτήσεων. Στην αρχή προσπαθείς να απαντάς έστω μονολεκτικά, μετά με νεύματα, καταπίνεις άλλωστε παράλληλα, εφόσον στον πρώτο γύρο οι ερωτήσεις είναι κλειστού τύπου κι οι απαντήσεις πανεύκολες. Οι θεματολογίες περιστρέφονται γύρω απ’ τη δουλειά σου, τις σπουδές σου, τα χόμπι σου, τον ελεύθερο χρόνο σου κι εν γένει την καθημερινότητά σου, έτσι για να μπουν κι αυτοί στο κλίμα, να τους αισθανθείς πιο δικούς σου ανθρώπους. Σε γενικές γραμμές δεν έχετε και πολλά σημεία επαφής, η κουβέντα καταλήγει άκρως ανιαρή κι αποφεύγεις διακριτικά τις όποιες περαιτέρω αναλύσεις κι επεξηγήσεις.
Φυσικά οι ερωτήσεις που αφορούν το άτομό σου όσο κυλά η ώρα γίνονται πιο πιπεράτες, βεβαίως ανοιχτού τύπου, πρέπει πλέον να τοποθετηθείς κανονικά, ίσως και πιο αδιάκριτες καθώς στρέφονται διαρκώς γύρω απ’ την προσωπική σου ζωή. «Πότε θα παντρευτείς;», «Πότε θα βρεις ένα καλό παιδί;», «Πότε επιτέλους θα δούμε κουτσούβελα από σένα;», κι άλλα τέτοια χαριτωμένα που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε τηλεπαιχνίδι και μάλιστα στον τελευταίο γύρο με το «the winner takes it all» να παίζει στη διαπασών.
Η ώρα περνά βασανιστικά αργά, τελειώνει το φαγητό, περνάτε στο επιδόρπιο κι εσύ, παρότι εδώ κι ώρα παίζεις με το κινητό σου, κοιτάς ξανά και ξανά το ρολόι σου με τρόπο, ενώ κάνεις νοήματα στους δικούς σου ότι έχει φτάσει προ πολλού η στιγμή να αποχαιρετίσετε και να αποχωρήσετε. Και φτάνει επιτέλους αυτή η άγια ώρα! Πολύ στεναχωριέσαι που αναγκάζεσαι ν’ ακολουθήσεις τους γονείς σου ενώ περνούσες τόσο όμορφα σε αυτή τη μάζωξη με τους συγγενείς απ’ το «Πάμε Πακέτο», οφείλεις να δείξεις ότι θλίβεσαι, παρ’ όλα αυτά, τι να κάνεις, θα τ’ αντέξεις. Ξανά φιλιά, εναγκαλισμοί και χειραψίες μ’ όλη τη σαλονοτραπεζαρία κι οι γνωστές φράσεις «Μη χαθούμε ε;» ή «Τώρα που βρεθήκαμε να τα λέμε πιο συχνά» να ρίχνουν την αυλαία του γεύματος. Ναι, δε θα παραλείψουμε.
Όλοι κάπως έτσι αισθανόμαστε σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις. Είναι αυτές οι κοινωνικές εκδηλώσεις που κατά μια άτυπη αλλά υποχρεωτική οδηγία οφείλεις να παρίστασαι ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Έστω για χάρη των δικών σου. Των πραγματικά και πολύ δικών σου.
Όσο μεγαλώνουμε, ο ελεύθερος χρόνος μας περιορίζεται αισθητά κι ακριβώς επειδή είναι ελάχιστος, θέλουμε πιο πολύ από ποτέ, τώρα πια, να τον ξοδεύουμε με τους πιο στενούς, αγαπημένους, δικούς μας ανθρώπους. Μ’ αυτούς που δε βαριόμαστε ποτέ, που έχουμε πάντα ολόφρεσκα θέματα προς συζήτηση, που γουστάρουμε την κριτική, την άποψη ακόμη και την ειρωνεία τους, που ανυπομονούμε να τους δούμε γύρω από ένα τραπέζι και να κάτσουμε δίπλα τους ώρες ατέλειωτες. Όλους εκείνους που μαζί τους μαγικά χάνουμε την αίσθηση του χρόνου. Κι αυτοί είναι οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, ο κολλητός μας, η παρέα μας, ο σύντροφός μας, με μια φράση οι πιο λατρεμένοι άνθρωποί μας. Μ’ αυτούς που ο χρόνος δεν είναι σπατάλη αλλά επένδυση.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη