Απ’ τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε για τον κόσμο, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνουμε, είναι το πόσο δύσκολες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Απαιτητικές, πολύπλοκες, βασανιστικές είναι μόνο ορισμένοι απ’ τους συνηθέστερους χαρακτηρισμούς που τους προσάπτουμε κάθε φορά που η επικοινωνία μας μ’ έναν άνθρωπο δεν εξελίσσεται όπως θα περιμέναμε και κυρίως όπως θα θέλαμε. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τις ερωτικές, ανθρώπινες σχέσεις. Εκεί, σχεδόν εξ ορισμού, κάθε φορά που λίγο ζορίζουν τα πράγματα, αναστενάζουμε και πέφτουμε στα πατώματα.
Όχι κι εντελώς άδικα. Ως ένα βαθμό, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την περίπου έμφυτη δυσκολία των σχέσεων. Κι αν δεν ήταν ανέκαθεν τόσο δύσκολες, σίγουρα μετατράπηκαν στην πορεία. Έχει επικρατήσει λοιπόν σαν μια κρυφή, μυστική συμφωνία κατά έναν τρόπο ότι βασική προϋπόθεση στο δρόμο προς την ευτυχία είναι να κουραστείς, να παλέψεις, ν’ αγωνιστείς, ν’ αποδείξεις τα αισθήματά σου πολλάκις, να πονέσεις ενδεχομένως, για να κριθεί αν είσαι κατάλληλος κι αν πληροίς τα κριτήρια για να ζήσεις έναν μεγάλο έρωτα.
Κι έρχομαι να ρωτήσω. Γιατί να πρέπει να μπούμε σ’ αυτό το τριπάκι; Μήπως τελικά εμείς το κάνουμε πιο σύνθετο το πράγμα απ’ ό,τι στ’ αλήθεια είναι; Βάσανα-ξεβάσανα, παιδιά, η ζωή θέλει έρωτα. Και τι πιο όμορφο απ’ το να τον αφήνεις να εισβάλει ανατρεπτικά στη ζωή σου, να στην κάνει άνω-κάτω και να σε στέλνει στα ουράνια.
Έχεις σκεφτεί ποτέ σοβαρά πόσες αμέτρητες ώρες αναλωνόμαστε σε συζητήσεις, σκέψεις, εικασίες, υποθέσεις, αντί να πούμε ακριβώς αυτό που σκεφτόμαστε τη δεδομένη χρονική στιγμή και να ελαφρύνουμε τον εαυτό μας, αλλά και τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας; Ή πόσο διαφορετικές θα ήταν οι ζωές μας, η διάθεσή μας, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, που λειτουργούμε κι αντιδράμε στα εκάστοτε ερεθίσματα, αν λέγαμε αυτά που αισθανόμαστε χωρίς υπεκφυγές και μισόλογα;
Ταλαιπωρούμαστε πολύ κι εν μέρει τσάμπα. Υποβάλλουμε καρδιά και μυαλό σε μια επίπονη διαδικασία, πλάθοντας σενάρια, κάνοντας μαντεψιές και ψάχνοντας αιτίες κι επιχειρήματα. Ακούμε τραγούδια και ταξιδεύουμε με τη φαντασία, προσπαθώντας να βρούμε και να ερμηνεύσουμε το βαθύτερο νόημα των στίχων -πάντα θεωρούμε ότι υπάρχει, ότι γράφτηκε για μας κι έχουμε υποχρέωση να το καταλάβουμε μέχρι τελευταία νότα- όπως και να διαβάσουμε πίσω απ’ τις λέξεις.
Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φοβάσαι να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ερωτευτεί, να αφεθεί ελεύθερος, να δοθεί. Ακούγεται αδιανόητο, ασύλληπτο, υπολογίζεις πάντα ότι θα πρέπει να το σκεφτείς διπλά και τριπλά, να λάβεις μια τύπου εσωτερική έγκριση προτού προχωρήσεις.
O φόβος της απόρριψης είναι ένας απ’ τους συνήθεις υπόπτους που μας οδηγούν σ’ αυτές τις καταστάσεις. «Κι αν δε με θέλει και φάω τα μούτρα μου;» σκέφτεσαι κι όχι μόνο δειλιάζεις, αλλά χτίζεις και τείχη γύρω σου που ναι μεν δε θα ξεμυτίσεις εσύ, αλλά την ίδια στιγμή δεν αφήνεις και τον άνθρωπο απέναντί σου -που μπορεί να ‘ναι πιο γενναίος στην τελική- να σε πλησιάσει.
Η άλλη όχθη προτιμά τα παιχνίδια εξουσίας κρατώντας ψηλά και σταθερά τα σκήπτρα του εγωισμού. «Γιατί να παραδεχτώ ότι μου αρέσει;», «Γιατί να της δείξω ότι τη θέλω;», «Γιατί να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση;», «Γιατί να με θεωρήσει δεδομένο;» και κάπως έτσι μένουμε άνθρωποι μισοί με εγωισμούς ολόκληρους.
Είναι γεγονός ότι βάζουμε τεράστιο βαθμό πολυπλοκότητας στις ζωές μας, αλλά και στις ζωές των άλλων κατ’ επέκταση. Αν λέγαμε ακριβώς πώς νιώθουμε την κάθε στιγμή, πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά, σίγουρα πιο απλά και πιο ξεκάθαρα. Πόσες παράπλευρες απώλειες θα είχαν αποφευχθεί, πόσα ξεσπάσματα σε γοερό κλάμα, πόσες βαρβάτες στεναχώριες, πόσες αβάσιμες σκέψεις και πόσα σπασμένα νεύρα. Αν εκφραζόμασταν ανοιχτά, αν λέγαμε απλώς την αλήθεια, τα αυτονόητα δηλαδή που κατά πως φαίνεται δεν είναι και τόσο.
Σκεφτείτε ακόμα πόσο χρόνο θα γλιτώναμε, πόσα πέρα-δώθε σε μηνύματα, τηλέφωνα, συναντήσεις, κουβέντες, σκέψεις, και κυρίως πόσο λιγότερη ψυχολογική φθορά, αν επιλέγαμε να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας με τα μεγαλύτερα και πιο αληθινά μας θέλω.
Μήπως να δοκιμάσουμε για μια φορά; Εσύ τι θα ήθελες να ακούσεις για να νιώσεις σίγουρος και να τολμήσεις να εκφραστείς άφοβα; Ειλικρινά, όμορφα κι ωραία «Σε γουστάρω τρελά, σε θέλω πολύ, σε σκέφτομαι καιρό», «Αφού το ξέρω ότι με θες όσο κι εγώ, γιατί το κουράζουμε;», «Κατέβα, είμαι κάτω απ’ το σπίτι σου», «Και τι δε θα ‘δινα για ένα φιλί σου».
Αυτά μας λείπουν, αυτά μας ξετρελαίνουν, αυτά μας ξεκλειδώνουν, αυτά θέλουμε ν’ ακούσουμε όλοι ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας. Μην περνάτε από κόσκινο τα συναισθήματα και τις σκέψεις σας λοιπόν. Δείξτε αυθορμητισμό, ρισκάρετε, μιλήστε ανοιχτά, εκπλήξτε ευχάριστα αυτούς που επιθυμείτε στη ζωή σας, διεκδικήστε αυτό που θέλετε μα κυρίως αυτό που σας αξίζει. Την αλήθεια από καρδιάς.
Μπες για λίγο μόνο στη θέση του άλλου και ξεστόμισε αυτά που κι εσύ ο ίδιος θα ήθελες να ακούσεις. Κοίταξε στα μάτια βαθιά τον άνθρωπο εκείνο, τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια, ακόμα κι όταν οι λέξεις σιωπούν. Λίγα λεπτά αρκούν για να πάρεις απαντήσεις. Απαντήσεις αποστομωτικές και λυτρωτικές. Μακριά από πείσματα, εγωισμούς, δηθενιές κι ανασφάλειες.
Ο έρωτας δε χρειάζεται συνταγές κι ειδικούς χειρισμούς ούτε όμως σου ‘ρχεται ουρανοκατέβατο κανένα λυσάρι με τις απαντήσεις και τις οδηγίες χρήσης. Είναι καθαρά στο χέρι σου να ζήσεις τη μαγεία του. Ζούμε μια φορά, μια υπέροχη, αλλά μοναδική φορά, το χρωστάμε τουλάχιστον στον εαυτό μας, συνεπώς, να το κάνουμε σωστά. Αντιστρέφω το ερώτημα λοιπόν μετά απ’ όλα αυτά.
Εγώ θέλω. Εσύ;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη