«Όταν ο Τζακ Νόρις λέει γράψε λάθος, το λάθος γράφει!»

Για εμάς τους υπόλοιπους θνητούς είναι μεγάλη προσβολή να παραδεχτούμε τα λάθη μας, προφανώς γιατί αυτά δε θα πιάσουν ένα μολύβι να γράψουν, αλλά αντιθέτως οι άμεσα εμπλεκόμενοι σ’ αυτά, θα πιάσουν ένα τσεκούρι να μας κυνηγήσουν.

Έτσι, αποφεύγουμε να τα αντικρίσουμε κατάματα και τα κρύβουμε, όπως μπορούμε, να μην τα πάρει κανείς χαμπάρι. 

Δεν ισχύει πάντα θα σκεφτείς. Ίσως και να έχεις δίκιο, θα σου πω.

Γιατί έχεις στο μυαλό σου τα μικρά καθημερινά λαθάκια, που κάνουμε όλοι.

Για μια απροσεξία ορθογραφική ας πούμε, κανείς δεν πρόκειται να σκάσει ή και να μπει στον κόπο να τη κρύψει. Και όμως! Πόσοι επιμένουν να γράφουν σε greeklish για να μη φαίνεται αυτή τους η αδυναμία; Φαντάσου τώρα τι γίνεται με τα άλλα λάθη, τα πιο σοβαρά.

Πώς να παραδεχτείς μια ατυχή επιλογή που έκανες όταν ήσουν σχεδόν παιδί και σου ζήτησαν να επιλέξεις σπουδές και επάγγελμα;

Πώς να διαχειριστείς το γεγονός, ότι ο σύντροφός σου δεν ήταν τελικά αυτό που σου ταιριάζει και εσύ άργησες να το δεις;

Ίσως η δυσκολία να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας να έγκειται στην επικριτική ελληνική (και κακούργα) κοινωνία.

Στο εξωτερικό μπορεί να είναι πιο εύκολο για έναν σαραντάρη να ανακοινώσει πως αυτή η δουλειά δεν του κάνει και να κάνει μια στροφή στην καριέρα του. Στους συντηρητικούς Έλληνες, ο περίγυρος επιτρέπει τις στροφές μόνο στο ζεϊμπέκικο.

Στο Τop10 των καθημερινών προτάσεων που ακουγόταν στα ελληνικά νοικοκυριά –ίσως περισσότερο και από το «φάε το φαί σου»– ήταν το «τι θα πει ο κόσμος;». Η λογική, δηλαδή, του πώς θα κοιμηθεί ο γείτονας το βράδυ αν εγώ έκανα λάθος.

Έτσι, επιμένεις χρόνια να παιδεύεις και να παιδεύεσαι, προσπαθώντας να χωρέσεις σε παπούτσια που απλώς σου είναι στενά.

Τα πόδια σου έχουν πλέον πρηστεί, είναι γεμάτα φουσκάλες, έχεις σταματήσει να κάνεις τις βόλτες που πάντα σου άρεσαν. Προτιμάς να είσαι συνέχεια καθιστός για να πονάνε λιγότερο τα πληγωμένα σου πέλματα.

Η ζωή περνάει δίπλα σου και εσύ το μόνο που σκέφτεσαι είναι γιατί να μη σου κάνουν τα παπούτσια.

Τι να σου πω για να σε παρηγορήσω; Ίσως αυτό το νούμερο δεν ήταν για σένα. Μπορεί πάλι, να μη σου ταιριάζει η φόρμα των συγκεκριμένων παπουτσιών.

Αυτή είναι η δική σου μοναδική αλήθεια και θέλει αρετή και τόλμη να την παραδεχτείς γιατί οι δαίμονες ζούνε πλέον μαζί σου.

Ακούς χρόνια τις φωνές του κόσμου μέσα στο κεφάλι σου, «Φταίει αυτός ή τα παπούτσια; Και καλά, τώρα το είδε ότι είναι στενά; Μήπως τελικά δεν είναι άξιος για να φοράει παπούτσια; Είδες πως είναι στραβά τα πόδια του; Έλα μωρέ, έτσι κάνει αυτός! Τον είχαμε δει και όταν δοκίμαζε και άλλα παπούτσια.»

Στο σχολείο μας έλεγαν ότι από τα λάθη μας μαθαίνουμε.

Η ζωή μας διδάσκει ότι με τα λάθη μας κοιμόμαστε, με αυτά ξυπνάμε, πίνουμε, μεθάμε και αν είμαστε τυχεροί μπορεί στο τέλος και να τα αγαπήσουμε.

Πολλά από αυτά τα παραπτώματα καθορίζουν τη ζωή μας. Υπάρχουν άνθρωποι που από το φόβο μη σφάλουν, δεν κάνουν τελικά τίποτα.

Αυτοί πάντα θα μετανιώνουν για τα λάθη που δεν έκαναν. Προφανώς έζησαν σε οικογενειακό περιβάλλον που γινόταν σύσκεψη σε κάθε απροσεξία, σφάλμα ή ολίσθημα.

Τώρα που μεγάλωσαν, αρνούνται να αγαπήσουν με πάθος, να δουλέψουν με όλο τους το είναι, να πάρουν μια βαθιά ανάσα και να κάνουν μακροβούτι στη ζωή.

Άλλωστε, το λέει και ο Βασίλης. «Άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον Θεό. Δεν μ’ αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ, δεν πειράζει αν μετά θα μετανιώσω, δεν τρέχει τίποτα αν διπλά θα κουραστώ. Δεν με νοιάζει απογοήτευση αν νιώσω, αφού ξέρω πώς έπαιξα κι εγώ.»

Συντάκτης: Ράινα Μελισσηνού