Με τον Σωτήρη καθόμασταν σε διπλανά θρανία και αντιγράφαμε στα διαγωνίσματα εναλλάξ. Τον συναντάω πίσω από την ίδια μπάρα τώρα εδώ και 17 χρόνια. Είχε πάει ως φοιτητής να δουλέψει προσωρινά και μετά από αιματηρές θυσίες κατάφερε και έκανε το μαγαζί δικό του.
Στο μπαρ αυτό έχουμε κάνει και εμείς με την παρέα μου τα καλύτερά μας μεθύσια. Απόψε καθόμαστε σε μια άκρη και λέμε ψιθυριστά τα νέα μας, ενώ λίγο πιο δίπλα μια παρέα εικοσάρηδων γλεντάει ασύστολα. «Τι να μας πουν τα γατάκια, που χορεύουν με Κώστα Μπίγαλη και Θάνο Καλλίρη!» μου λέει και γελάμε.
Ο Σωτήρης, που έχει μελετήσει όσο λίγοι τη διασκέδαση αρκετών γενεών, υποστηρίζει πως τα καλύτερα γλέντια τα κάνει ακόμα η δική μας ηλικία των τριάντα και. Το «και» το αφήνει φλου και κανείς δε ζητάει διευκρίνιση. «Πίνουμε ακόμα όπως όταν ήμασταν είκοσι. Το κάνουμε μόνο για τον εαυτό μας, όχι για να το αναφέρουμε στα social media» υποστηρίζει.
Προσπαθώντας να κατανοήσω την άποψή του, θυμάμαι πόσο δύσκολα καταφέρναμε πράγματα που στις μέρες μας θεωρούνται απλά και άρα αυτονόητα. Αν μου άρεσε ένα τραγούδι, δεν μπορούσα να το βάλω στο youtube για να το ακούσω. Ο αγώνας μου ξεκινούσε με το να βρω το όνομα του τραγουδιού και του ερμηνευτή.
Αν είχα την ατυχία να είναι και σπάνιο –τύπου να το άκουσα ένα βράδυ από το ραδιόφωνο την ώρα που λαγοκοιμόμουν– τότε μπορεί να έπαιρνε και μήνες η αναζήτησή του. Αυτό σήμαινε πως τα επόμενα βράδια θα ήμουν κολλημένη στην ίδια συχνότητα με το δάχτυλο στη σκανδάλη του record για να το γράψω και να το ακούω συνέχεια. Αν ήμουν τόσο τυχερή και κατάφερνα να το ηχογραφήσω έλεγα από μέσα μου ακατανόητες προσευχές μέχρι να τελειώσει που κατέληγαν στο «ας μην το διακόψει!». Διαφορετικά, έδινα παράσταση τραγουδώντας το σε όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς που πουλούσαν δίσκους και ηχογραφούσαν παράνομα «επιλογές» στους καλούς πελάτες.
Το κάθε απλό πράγμα το μετατρέπαμε σε γεγονός και επειδή ήταν αυθόρμητο… δεν ήταν ποτέ στημένο. Ας πούμε τις Δευτέρες, που έπαιζαν επεισόδιο «Οι απαράδεκτοι», ό,τι και να συνέβαινε στον έξω κόσμο, εμείς μαζευόμασταν σε ένα σπίτι για να το δούμε όλοι μαζί. Βλέπεις δεν υπήρχε η πολυτέλεια του web tv και αν έχανες το επεισόδιο, δεν είχες μούτρα να κυκλοφορήσεις την άλλη μέρα στην παρέα. Έτσι, φτιάχναμε ποπ κορν στην κατσαρόλα –και γύρω από αυτήν– γιατί όλο και κάποιος θα έβγαζε το καπάκι την ώρα που έσκαγαν τα καλαμπόκια και παρακολουθούσαμε τη σειρά. Στα διαλείμματα για διαφημίσεις παίζαμε ποπκορνοπόλεμο, ανταλλάσσαμε τις θρυλικές ατάκες ή επαναλαμβάναμε ολόκληρες τις σκηνές. Τη Δήμητρα της παρέας ακόμα την αποκαλούμε «Δημητρούλα» με το φοβερό ύφος του Σπύρου Παπαδόπουλου.
Το πιο πολύτιμο gadget μου –πέρα από το τεράστιο Walkman με τα ογκώδη ακουστικά που μας μετέτρεπαν όλους σε ξαδέρφια του Μίκι Μάους– ήταν η πολυμορφική κασετίνα. Είχε απέξω την Κάντι-Κάντι και μέσα τόσα πολλά συρταράκια που ζαλιζόμουν. Πατούσα κουμπάκι και, τουλάχιστον για όσο δούλευε ο μηχανισμός, τσακ άνοιγε συρταράκι εξαιρετικά μικρό που συνήθως δε χωρούσε τίποτα. Ωστόσο, αυτό δεν είχε καμία σημασία γιατί εγώ θαύμαζα την υψηλή τεχνολογία. Φυσικά, μέσα στην κασετίνα είχα και το υπέρ-στυλό που περιλάμβανε τουλάχιστον τέσσερα χρώματα και προσπαθούσα να κατεβάσω ταυτόχρονα όλες τις μύτες… και κάπου εκεί αυτό χαλούσε.
Το συνειρμό μου διακόπτει και πάλι ο Σωτήρης φέρνοντας άλλη μια γύρα σφηνάκια, ενώ η παρέα των 20αρηδων βιντεοσκοπούν με τα smart phone τη διασκέδασή τους. Τους κοιτάω και τους ζηλεύω που είναι ακόμα είκοσι, ενώ παράλληλα νιώθω περήφανη για όσα έχω περάσει.
Ο Σωτήρης μαντεύει για άλλη μια φορά τη σκέψη μου: «εμείς δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ» μου λέει και πίνουμε σε αυτό.