«Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.»

Γιάννης Ρίτσος, «Σονάτα του σεληνόφωτος»

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι και υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν αδέρφια.

Η ιδιότητα του μοναχοπαιδιού θα σε στιγματίζει εφ’όρου ζωής και δεν πρόκειται να αλλάξει όσο μεγαλώνεις.

Είσαι πάντα μοναχοπαίδι, όσο ετών και αν είσαι. Μοναχοπαίδι ετών σαράντα. Τι και αν δεν είσαι πια παιδί; Φυσικά, δεν είσαι μόνο αυτό. 

Εκ αυτής σου της ιδιότητας έχεις αποκτήσει και άλλα χαρακτηριστικά: είσαι κακομαθημένος, εγωκεντρικός, ακοινώνητος, ανώριμος και υπερευαίσθητος.

Λίγες δεκαετίες πριν τα μοναχοπαίδια αποτελούσαν ακόμα μειοψηφία.

Θυμάμαι στην πρώτη δημοτικού εγώ και άλλο ένα κορίτσι κουβαλούσαμε το στίγμα.

Διαβάζω τώρα ότι για την επικρατούσα τότε άποψη έφταιγαν  και οι ψυχολόγοι της εποχής. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο G. Stanley Hall (1844-1924) το να είναι κάποιος μοναχοπαίδι αποτελεί από μόνο του ασθένεια και πως τα μοναχοπαίδια –όντας στο επίκεντρο της προσοχής– γίνονταν συχνά άτομα εγωπαθή, ζηλόφθονα, εξαρτημένα, μικρομέγαλα, ιδιόρρυθμα, επιθετικά και αυταρχικά.

Δεν είναι αλήθεια.

Αργότερα αποδείχτηκε πως κάθε παιδί, όπως και κάθε οικογενειακό περιβάλλον, είναι μοναδικό και είναι αδύνατον να περιγραφεί μέσα από διάφορα μονόχρωμα κοινωνικά κλισέ ή απόψεις που περισσότερο προκαταλήψεις, παρά επιστημονική γνώση αντιπροσωπεύουν.

Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι που ασχολούνται ειδικά με την περίπτωση των οικογενειών μ’ ένα παιδί, διαπιστώνουν πως τα μοναχοπαίδια είναι ελάχιστα διαφορετικά από εκείνα που μεγαλώνουν με αδέλφια.

Μπορεί όντως τα δευτερότοκα παιδιά να αγαπάνε πιο βαθιά, όμως τα μοναχοπαίδια μαθαίνουν να αγαπούν όπως οι μεγάλοι.

Δε θα σε απειλήσουν ποτέ πως δεν σε έχουν φίλο, δε θα σου πουν εύκολα πως σταμάτησαν να σ’ αγαπούν, γιατί έχουν μάθει από νωρίς πως μ’ αυτά τα θέματα δεν πρέπει να παίζεις.

Τα παιδιά χωρίς αδέρφια μαθαίνουν πιο γρήγορα τη γλώσσα των μεγάλων, γελάνε με τα αστεία τους, βλέπουν τις ταινίες τους και προσπαθούν να ενταχθούν σε μια κοινωνία που δεν είναι στα μέτρα τους.

Για τα μοναχοπαίδια ο πήχης είναι ήδη πολύ ψηλά, έχουν μικρότερο περιθώριο λάθους, γιατί συγκρίνονται πάντα με ενήλικες και όχι με άλλα παιδιά.

Μπορεί να έχουν την αγάπη των γονιών τους ολόκληρη, αλλά δεν είναι πάντα και ο σκύλος χορτάτος, γιατί τους λείπει η συνωμοσία στην αταξία.

Το να μοιράζεσαι την ευθύνη με κάποιον. Να μην φταις μόνος σου. Να τρώτε και οι δυο την τιμωρία.

Ως μοναχοπαίδι δεν μου έλειψε ποτέ η παρέα, η αγάπη, το παιχνίδι. Μου έλειψαν όμως οι συγκρούσεις.

Όταν η κολλητή μου έπαιζε ξύλο με τον αδερφό της την ζήλευα. Όταν τον νικούσε, τη μισούσα.

Κοίταγα με θαυμασμό τις αντιπαραθέσεις άνευ σημασίας. Αδέρφια που πλακώνονταν στις μπουνιές, μαλώνανε και μετά τα ξαναβρίσκανε. Που είχαν δίκιο στους καυγάδες τους, γιατί –κακά τα ψέματα– το να μαλώνεις με τους γονείς σου είναι ένας αγώνας άνισος: Φταις Σούζυ. Και ψεύδεσαι και φταις.

Όταν όμως μαλώνεις με τον άλλον τον ίσο, τον όμοιο, έχεις το ίδιο δικαίωμα και στην κλωτσιά και στην μπουνιά. Μπορείς να υπερασπιστείς με όλο σου το είναι την άποψή σου και έχεις τις ίδιες πιθανότητες να επικρατήσεις.

Τώρα που τα πράγματα έχουν αλλάξει, τα μοναχοπαίδια είναι πλέον πλειοψηφία στις τάξεις των σχολείων. Η ιδιότητα αυτή δε θα αποτελεί στο μέλλον ένα χαρακτηριστικό που το κουβαλάς εφ’ όρου ζωής.

Η φίλη μου ερωτεύτηκε ένα μοναχοπαίδι και ανησυχούσε.

«Μη φοβάσαι», της είπα, «μπορεί να δυσκολεύεται να μοιράζεται, αλλά ξέρει να αγαπάει».

Αν ισχύει ότι δίνεις όση αγάπη παίρνεις, τότε θα έχεις να βάλεις και στις τσέπες σου. Ειδικά αν κάποιος έχει μεγάλο απόθεμα από γονείς, παππούδες και όλο του το σόι.  

Αν όμως θέλεις να του κάνεις ένα δώρο χάρισέ του μια σύγκρουση. Από αυτές τις επί ίσοις όροις και άφησέ τον να νικήσει.

Συντάκτης: Ράινα Μελισσηνού