Μια φορά κι έναν καιρό, στο κοντινό παρόν, ήταν κάτι άνθρωποι που είχαν διπλή ζωή και τους έλεγαν σοσιαλάκες. Μη φανταστείτε πως κεράτωναν τους συντρόφους τους. Η παράλληλη αυτή ύπαρξή τους συνίστατο στο ότι ένιωθαν υποχρεωμένοι να ενημερώσουν την υπόλοιπη φυλή για κάθε τους κίνηση.
Κάθε πρωί που ξυπνούσαν, ένιωθαν υποχρεωμένοι ν’ ανοίξουν το wi-fi και να κολλήσουν στο ένα χέρι την προέκτασή τους, μια συσκευή με την κωδική ονομασία «κινητό τηλέφωνο». Μετά πήγαιναν στην κουζίνα να φτιάξουν καφέ. Πριν όμως τον γευτούν, όφειλαν να τον σερβίρουν σε όμορφο ποτήρι, να τον φωτογραφίσουν και να τον ποστάρουν με μια ευφάνταστη λεζάντα. Έτσι, ενημέρωναν το φιλοθεάμον κοινό για το τι απεικονίζει η φωτογραφία, πού ακριβώς βρίσκονται, με ποιους και φυσικά πώς ακριβώς νιώθουν.
Τα συναισθήματά τους ήταν ήδη καταγεγραμμένα σε λίστα κι εκείνοι έπρεπε να διαλέξουν μία από τις υπάρχουσες επιλογές. Αν το συναίσθημα βρισκόταν έξω απ’ αυτά τα πεδία, τότε έπρεπε να διαλέξουν το πιο παρεμφερές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον καφέ, ο χρήστης όφειλε να ενημερώσει τους υπόλοιπους με μια ανάρτηση τύπου «στη βεράντα με θέα τη θάλασσα για τον πρώτο καφέ της ημέρας -νιώθω ευλογημένη».
Τα άλλα ανθρωπάκια που θα διάβαζαν αυτήν την ανάρτηση θα ζήλευαν και τον καφέ, και τη βεράντα με θέα θάλασσα, και θα έπρεπε με τη σειρά τους να σηκώσουν τον αντίχειρά τους –όχι τον δικό τους, αυτόν που υπήρχε κάτω από τη φωτογραφία, όπως σε κάθε αντίστοιχη ενημέρωση- και να γράψουν κάποιο έξυπνο σχόλιο. Το σοσιαλάκι που θα έγραφε «σκύψε» κάτω απ’ το «νιώθω ευλογημένη», θα τιμωρούνταν με εξορία από κάποια άλλα της φυλής του, ενώ ίσως μεταξύ αυτών να έβρισκε και νέους συμμάχους.
Τα υπόλοιπα σοσιαλάκια ένιωθαν υποχρεωμένα να ετοιμάσουν κι εκείνα με τη σειρά τους μια ανάρτηση αντίστοιχη και να μετρήσουν μετά τους ορθωμένους αντίχειρες της καθε μιας. Ο ήρωάς μας τελικά, δεν πρόλαβε να φτάσει στη βεράντα ν’ απολαύσει τον καφέ του. Παρέμεινε όρθιος πάνω απ’ αυτόν, πίνοντας βιαστικά μεγάλες γουλιές, τσεκάροντας το timeline του και την απήχηση που είχε η ανάρτησή του. Ύστερα, έπρεπε να κάνει τη βιολογική του ανάγκη και πήγε κι εκεί με την προέκταση του χεριού του. Όμως αυτή τη φορά δεν ενημέρωσε τους υπόλοιπους για το πού ακριβώς βρισκόταν και τι ακριβώς έκανε, γιατί αν και υπήρχε η επιλογή «νιώθω ανακουφισμένος» κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Ντύθηκε για να πάει στην εργασία του κι έβγαλε selfie με τα ρούχα της δουλειάς. Στα φανάρια της διαδρομής τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες με το μποτιλιάρισμα και δήλωνε με αντίστοιχα εικονίδια την αγανάκτησή του.
Όταν μπήκε στη δουλειά, ενημέρωσε τα υπόλοιπα ανθρωπάκια για τον όγκο δουλειάς που τον περίμενε, αλλά τελικά δεν πρόλαβε να δουλέψει, καθώς την υπόλοιπη μέρα τσέκαρε και σχολίαζε τις δικές τους αναρτήσεις. Όταν τέλειωσε η δουλειά, ξεκίνησε η ώρα της χαλάρωσης όπου και πάλι έπρεπε να ενημερώσει τους άλλους για το πώς, πού και με ποιους θα διασκεδάσει. Μόνο που έπαιρνε τόση ώρα αυτή η ενημέρωση, που ξεχνούσε τελικά να το κάνει.
Η ανάρτηση «σπιτικό φαγητό με τους γονείς» δεν ήταν και πολύ αληθινή γιατί ο socialακιας δεν είχε κατάφερε να επικοινωνήσει καθόλου με τους γονείς του, καθώς σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος μιλούσε με τους υπόλοιπους της φυλής του απ’ το κινητό.
Το άλλο post με τίτλο «παιχνίδια στην άμμο με τα παιδιά μου» ήταν κι αυτό ψεύτικο, γιατί τα παιδιά έπαιζαν μόνα τους στη θάλασσα όσο ο socialακιας έψαχνε να κάνει χρήση δεδομένων στη θάλασσα, να βγάλει μια καλή φωτογραφία, να της βάλει φίλτρο και να την ανεβάσει με πιασάρικη λεζάντα.
Κάποια στιγμή το πιο μικρό παιδί του κινδύνεψε να πνιγεί, όσο αυτός ασχολείτο με το κινητό του. Τότε, ο σοσιαλάκιας σοκαρίστηκε πάρα πολύ. Τα έβαλε με τον εαυτό του για την απροσεξία του και τοποθέτησε το κινητό στην τσάντα του, μέχρι να συνέλθει το παιδί.
Στη συνέχεια, πήρε το παιδί αγκαλιά και πόσταρε ένα κοινωνικό μήνυμα για να ξέρουν και οι υπόλοιποι σοσιαλάκες τι ν’ αποφεύγουν.