Ανήμερα Χριστουγέννων μεσημέρι, η γνωστή εικόνα: όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι, δίπλα από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και ανάμεσα σε λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια, που έχουν αγοράσει από τα χαοτικά πολυκαταστήματα, διασκεδάζει ευτυχισμένοι.
Η οικοδέσποινα έχει παλέψει τουλάχιστον τρεις μέρες πριν με ψώνια, μαγείρεμα και φτιάξιμο σπιτιού.
Κανείς δεν τη βοήθησε και φέτος. Ούτε τώρα, την ύστατη ώρα που ωρύεται μπας και αξιωθεί κανείς και φέρει τις έξτρα καρέκλες από την αποθήκη. Κάνουν όλοι πως δεν άκουσαν.
Τελικά, θα το κάνει και αυτό μόνη της και θα ορκιστεί στον εαυτό της ότι αυτή είναι η τελευταία χρονιά που κάνει τραπέζι. Όπως είχε κάνει και πέρυσι.
Ο οικοδεσπότης έχει αναλάβει το δύσκολο έργο του ανοίγματος της πόρτας και της πάνω και της κάτω. Τι; Μισές δουλειές; Φοράει το καλύτερο χαμόγελό του και ανταλλάσσει ευχές με τους καλεσμένους.
Αν καταφέρουν να έρθουν όλοι στην ώρα τους, βέβαια. Διότι, ο συντονισμός στο μεσημεριανό τραπέζι των Χριστουγέννων είναι πάντα μεγάλο ζήτημα, ειδικά όταν πρέπει να συστρατευθούν τρεις γενιές και βάλε.
Οι μεγάλοι και οι πολύ μικροί ξυπνούν από τα αξημέρωτα και θέλουν να φάνε το αργότερο στις δύο.
Όμως τα άγρια νιάτα, που έχουν νυχτοπερπατήσει το προηγούμενο βράδυ, δεν έχουν ακόμα χωνέψει τον πατσά και το κυριότερο δεν έχουν καν ξυπνήσει.
Έτσι ο οικοδεσπότης δεν ανοίγει μόνο τις πόρτες, αλλά προσπαθεί επί ματαίω να ξυπνήσει και τους αργοπορημένους. Όταν, δε, το τραπέζι γίνεται στην Αθήνα, όπου τα σπίτια είναι συνήθως μακριά το ένα από το άλλο, πρωταγωνιστικό ρόλο στις συζητήσεις παίζει το μποτιλιάρισμα και η επιλογή της ταχύτερης διαδρομής.
«Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά είχε τρομερή κίνηση», είναι η αρχή ενός διαλόγου με τον οποίο μπορεί κάλλιστα να σε βρει ο καινούργιος χρόνος και ακόμα να μην έχει τελειώσει.
Το φαγητό στο τραπέζι είναι άφθονο και θα λάβει τη θέση που του αρμόζει.
Αρχικά, θα φωτογραφηθεί και θα ανέβει στα social media από τους χρήστες της οικογένειας, οι οποίοι προσβάλλουν ο ένας τον άλλον με ακατανόητες για τους υπολοίπους φράσεις, όπως «Κάνε με tag» και τέτοια.
Στη συνέχεια, το γεύμα θα καταναλωθεί με βουλιμία και με άπειρες τύψεις, καθώς η συζήτηση θα έχει ανάψει και θα αφορά την ακρίβεια, την πείνα και την οικονομική κρίση και στο τσακίρ κέφι, τις δίαιτες.
Τα πιτσιρίκια που ξυπνάνε αξημέρωτα και θέλουν να παίξουν έχουν ήδη βαρεθεί.
Φυσικά, έχουν ασχοληθεί το πολύ δέκα λεπτά με τα δώρα που τους έχουν δώσει, γεμίζοντας το σαλόνι με κουτιά, κορδέλες και περιτυλίγματα, τα οποία μαζεύει έντρομη ανάμεσα από τα πόδια μας η οικοδέσποινα.
Τώρα ανάμεσα σε σκορπισμένα αυτοκινητάκια, κουκλάκια και τουβλάκια, τα παιδιά θέλουν να τρέξουν, αλλά δεν υπάρχει χώρος, να παίξουν αλλά τσακώνονται και να ξεστολίσουν το δέντρο, το σπίτι και την Πλατεία Συντάγματος, αλλά δεν τα αφήνουν.
Οπότε, δεν υπάρχει άλλη λύση, από το να τους δώσουμε μια γερή δόση από τα ηρεμιστικά τους, δηλαδή λίγη τηλεόραση και ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Φυσικά από το τραπέζι δεν μπορεί να λείπει ο συγγενής «μονάχος-μονάχος», που τον καλούμε κάθε χρόνο επειδή είναι μόνος του ο καημένος και το λέμε και σ’ όλους να το ξέρουν.
Για αυτήν την καλή μας πράξη νιώθουμε όλοι υπερήφανοι.
Τον θυμόμαστε ανελλιπώς κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, γιατί τον υπόλοιπο καιρό δεν πειράζει να’ ναι μόνος.
Τον έχουμε δε συνδυάσει με φαγητό, με πολύ φαγητό. Αφού αν καμιά φορά τυχαία τον δούμε στο δρόμο μας, έρχεται ως εξαρτημένο αντανακλαστικό μια τρομερή πείνα και τρέχουν τα σάλια μας, σαν τον σκύλο του Παβλόφ.
Ο αγαπημένος αυτός συγγενής θα έρθει πρώτος και θα φύγει τελευταίος.
Καθ’ όλην τη διάρκεια του τραπεζιού θα μιλάει συνέχεια, γιατί προφανώς του δίνεται η ευκαιρία κάθε έξι μήνες και θέλει να μάθει τα πάντα. Και θα ρωτήσει για τα πάντα.
Τουλάχιστον αυτά που έχουν σχέση με υποχρεώσεις. Θα ρωτήσει τα μικρά παιδιά αν ακούνε τη μαμά τους, τα μεγάλα αν είναι καλοί μαθητές, τους φοιτητές πόσα μαθήματα χρωστάνε, τους ελεύθερους πότε θα φάει κουφέτα, τους παντρεμένους πότε θα κάνουν άλλο παιδί και τους μεγαλύτερους πόσα χρόνια θέλουν ακόμα για τη σύνταξη.
Μετά, αν είναι πολύ απεγνωσμένος θα πιάσει κουβέντα για τα πολιτικά.
Το περιεχόμενο αυτής της κουβέντας μπορεί να διαφέρει από σπίτι σε σπίτι και από χρόνο σε χρόνο. Το τέλος της, όμως είναι πάντα το ίδιο. Μια γυναίκα θα πεταχτεί και θα βάλει τον επίλογο, «Έλα μωρέ όλοι τους ίδιοι είναι. Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Εμείς να’ μαστε καλά. ‘γειά μας!»
Τότε θα γίνει και ο απαραίτητος και σημαντικότερος απολογισμός.
«Είναι ευλογία που είμαστε και εφέτος όλοι μαζί», και συγκινημένοι θα σηκώσουμε τα ποτήρια για να ευχηθούμε «Και του χρόνου με υγεία!»