Ναι, λοιπόν, μεγαλώσαμε κι είμαστε πλέον ανεξάρτητα όντα. Θεωρητικά τουλάχιστον. Πολλοί αλλάξαμε σπίτι, άλλοι κάναμε οικογένεια, άλλοι μετακομίσαμε σε άλλη πόλη, ίσως περάσαμε και τα σύνορα. Και καθώς πορευόμαστε, περνάνε από το μυαλό μας σκέψεις για τον απογαλακτισμό των Ελλήνων, τόσο παιδιών, όσο και γονέων, για το πόσο λιγότερο εφικτός γίνεται, με τις αντικειμενικές δυσκολίες της σημερινής εποχής.
Ας κλείσουμε όμως για λίγο τα μάτια μας. Να απελευθερώσουμε όλα αυτά τα συναισθήματα που μας έρχονται όταν επιστρέφουμε στο πατρικό μας. Στις γνώριμες μυρωδιές της μνήμης, στις γεύσεις του μαμαδίστικου φαγητού, στις συλλογές του μπαμπά, στο παιδικό μας δωμάτιο που έχει γίνει από αποθήκη ρούχων μέχρι αίθριο. Νιώθουμε ασφαλείς κι αυτό αρκεί. Κι είναι πράγματι μεγάλη υπόθεση η σχέση μας με τους γονείς μας. Μας καθορίζει και μας ακολουθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της.
Γονέας είναι αυτός που γεννά, αυτός που σε μεγαλώνει και σε ανατρέφει ή όλα αυτά μαζί. Ο πρώτος υποσυνείδητος ήρωάς μας. Ο αιώνιος φροντιστής της καρδιάς μας που προδιαγράφει θέλοντας και μη, την ύπαρξή μας. Το καταφύγιο, η αγκαλιά, το οικείο και το μαθημένο μας. Χρειαζόμαστε αυτή η φωλιά να είναι ένα πάντρεμα αγάπης κι ελευθερίας. Ίσως η μόνη ανιδιοτελής σχέση της ζωής μας, εκείνη που κάποιος μας δίνει χωρίς αντάλλαγμα. Με μοναδική ικανοποίηση να είμαστε χαρούμενοι και γεμάτοι.
Βέβαια, πολλές φορές ειδικά στα ελληνικά δεδομένα, κάποια απωθημένα τους έρχονται και βρίσκονται εμπόδιο στη διαδρομή μας, χάριν αυτής της συνέχειας, του νήματος που δένει τον γονιό με το παιδί. Κι ο γονιός θέλοντας και μη, πάντα στιγματίζει. Είναι ο μόνος άνθρωπος που έχει τόσο μεγάλο effect πάνω μας. Σε οποίο κρεβάτι ψυχαναλυτή και να καθίσουμε πάντα αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα στο παιδί που έχουμε μέσα μας, εκείνο που ζει ακόμα με τους γονείς του, και στον ενήλικα που καραδοκεί. Μια φράση ή ακόμα και ένα βλέμμα τους βρίσκεται μέσα στο μυαλό μας. Ζητάμε συνεχώς τη θαλπωρή και την επιβεβαίωση, την comfort zone μας. Την αποδοχή και την αγάπη, την αληθινή σύνδεση. Γιατί ως παιδιά δεν ξέρουμε, μαθαίνουμε να νιώθουμε, διδασκόμαστε πώς να συνδεόμαστε, παλεύουμε να γίνουμε αρεστοί και μέσα από αυτά που βλέπουν τα μάτια μας στον οικογενειακό μας περίγυρο αντικρίζουμε αργότερα τον εαυτό μας. Σκέψου, μόνο, πως διαμορφώνουμε πολλά χαρακτηριστικά μας μέχρι τα πέντε έτη με βάση τα ερεθίσματά μας, ενώ έρευνες πλέον μιλούν και για επιρροές όταν ακόμη είμαστε στην κοιλιά της μαμάς μας. Πώς λοιπόν να μη μας καθορίζουν;
Αν όλα αυτά δουλέψουν στο περιβάλλον μας, βγαίνουμε επιτυχημένα μοντέλα που πατούν γερά στα πόδια τους. Αν πάλι όχι, καταλήγουμε σε έναν χαρακτήρα που μπάζει σε πολλά σημεία και πρέπει να δουλευτεί. Όσο καλοστημένη και να είναι η ζωή μας, όμως, αναζητάμε διαχρονικά αυτό το «μπράβο» για να ικανοποιήσουμε το παιδικό μας εγώ. Όσο γεμάτες κι αν είναι οι αποθήκες αγάπης μας, μπορεί να τις ταρακουνήσει ο γονιός, με μια απλή έλλειψη επιβράβευσης. Διότι, με τον τρόπο του, πάντα θα ορίζει το πώς δεχόμαστε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Γι’ αυτό πάντα θα θέλουμε να γυρνάμε εκεί, στους γονείς, τι κι αν είναι το καταφύγιό μας, η ζεστασιά μας, τι κι αν όχι. Η εσωτερική φωνή στο μυαλό μας που μιλάει ακατάπαυστα, θα μας τριβελίζει για το ποια θα ήταν η γνώμη τους για τα καμώματά μας. Από το «τι θα φας αύριο», «έχεις λεφτά μαζί σου», «ντύθηκες καλά», «πάρε με όταν φτάσεις» μέχρι το «εσύ ξέρεις παιδί μου». Λόγια με τα οποία πολλές φορές διακωμωδούμε την ελληνική οικογένεια, είναι όμως παράλληλα κι ο πυρήνας της. Η αρχή μας, που ισούται με όλο μας τον κόσμο. Γι’ αυτό κι ο ομφάλιος λώρος είναι δύσκολο να κοπεί κι ακόμα και σε ιδιαίτερα οικογενειακά περιβάλλοντα, βρίσκουμε τρόπους να συνυπάρχουμε, να επιβιώνουμε, να συνδεόμαστε ακόμα και με παράδοξους τρόπους.
Όπου λοιπόν και να φτάσουμε, μέσα μας, το υποσυνείδητο και η ψυχή θα γυρνά συχνά-πυκνά στα παιδικά μας χρόνια, στις πρώτες αχνές μνήμες, στις καλοκαιρινές αναμνήσεις, στο «μπράβο» του φροντιστή μας, στην αγκαλιά τη δύσκολη στιγμή, στο σφιχτό κράτημα από το χέρι και στην καθοδήγηση. Στο ψιθυριστό «σ’ αγαπώ» στο αφτί και στο «θα είμαι εδώ ό,τι χρειαστείς». Ακόμα κι αν κάποια στιγμή πάψουν να είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου