Λένε ότι όταν η παιδικότητά μας πεθαίνει, αυτό που μένει ή αλλιώς το «πτώμα» έχουμε μάθει να τ’ αποκαλούμε ενηλικίωση. Ωστόσο, πόσο σίγουρο είναι ότι υπάρχει ημερομηνία λήξης στην παιδικότητα του κάθε ανθρώπου κι αν υπάρχει, γιατί πρέπει αυτήν την ανεμελιά να την αποβάλλουμε σαν κάτι νοσηρό, που αμαυρώνει τη σοβαροφάνεια που μας καθηλώνει στο τώρα;

Κλείσε τα μάτια σου και προσπάθησε να θυμηθείς πώς έμοιαζε η παιδικότητά σου εκείνη. Ανεμελιά, αθωότητα, χαρά, απόλαυση αλλά και παιχνίδια, με παραβάσεις και τιμωρίες, στέκονται όλα εκεί για να σου θυμίζουν όσα κάποτε ήσουν, όσα ήθελες, όσα τολμούσες κι όσα ονειρευόσουν.

Οι πιο γλυκές σου στιγμές ήταν τότε που θεωρούσες παραβατικότητα το να χτυπάς τα κουδούνια στις πολυκατοικίες της γειτονιάς σου και μετά να τρέχεις . Τότε που η χαρά σου ήταν να μαζεύεσαι τ’ απογεύματα στη γειτονιά μαζί με τ’ άλλα παιδιά και να κάθεσαι εκεί με τις ώρες, τεστάροντας την υπομονή της μάνας σου που ούρλιαζε να πας να διαβάσεις. Τότε που η απόλαυση περιοριζόταν σ’ ένα παγωτό ή στη στιγμή που το σχολείο τελείωνε κι ερχόταν το καλοκαίρι. Τότε που πίστευες ότι μπορείς να πετάξεις, κάθε φορά που πηδούσες απ’ την κούνια. Τότε που το μεγάλο σου όνειρο ήταν να γίνεις μεγάλος.

Κι αυτή η μέρα έφτασε και σίγουρα με τον καιρό σ’ απογοήτευσε, μιας και γρήγορα συνειδητοποίησες ότι δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενες. Η πορεία σου στην ενήλικη ζωή σε κούρασε και τώρα το μόνο που επιθυμείς είναι, με κάποιο μαγικό τρόπο, να γύριζε πίσω ο χρόνος, τότε που ήσουν παιδί. Όλα φάνταζαν πολύ πιο απλά τότε στο λαμπερό κόσμο των μεγάλων, σ’ αυτόν ακριβώς που τώρα πνίγεσαι. Ευθύνες, υποχρεώσεις κι ένας περιορισμός που λέγεται ωριμότητα στέκονται εκεί για να σου θυμίζουν ότι τώρα πια μεγάλωσες.

Τώρα πια δεν κάνεις αναπάντητες μ’ απόκρυψη για να γελάσεις, αλλά για ν’ ακούσεις μια φωνή που πλέον δε βρίσκεις το θάρρος να πλησιάσεις. Τρέχεις να κρυφτείς, όχι επειδή χτυπάς τα κουδούνια στις πολυκατοικίες, αλλά γιατί σε κυνηγάνε οι υποχρεώσεις, που πλέον μονοπωλούν τις μέρες σου. Ακόμα κι η γεύση του παγωτού είναι πλέον κάτι συνηθισμένο, μια παροδική χαρά, μια συνήθεια.

Γιατί; Πολύ απλά, γιατί έκρυψες καλά την παιδικότητά σου, την έθαψες κάτω απ’ το σοβαροφανές πρόσωπο που επιτάσσει η ενηλικίωση και μαζί της έθαψες κι όλα τα μικρά πράγματα που κάποτε σε γέμιζαν. Όχι, δε σου λέω να φτάσεις τριάντα χρονών άνθρωπος και να πετάς νεράντζια απ’ τις ταράτσες, αλλά μήπως να ‘ψαχνες να βρεις την αντίστοιχη χαρά σε κάποιο καλά κρυμμένο κομμάτι του εαυτού σου; Το πρόβλημα δεν είναι ότι μεγάλωσες, αλλά ότι ξέχασες να κρατήσεις ένα μικρό δείγμα απ’ το παιδί που κάποτε ήσουν. Τα χρόνια έθαψαν την ανεμελιά σου και σιγά-σιγά άρχισες να ζεις μηχανικά.

Τι κι αν μεγάλωσες κι είπες ότι θα σοβαρευτείς; Ξέρεις πώς φαντάζουν οι επιτηδευμένα σοβαροί άνθρωποι; Σαν μασκαρεμένα παιδιά μέσα σ’ ένα κοστούμι. Δεν είναι κακό στην πορεία της ζωής μας, κάποιες φορές, να ρίχνουμε μια ματιά στο παιδί που αφήσαμε κάποτε χιλιόμετρα πίσω. Φαντάσου να ξυπνούσες μια μέρα και να ‘σουν και πάλι παιδί. Ν’ άνοιγες τα μάτια σου και να ‘σουν στο παιδικό σου δωμάτιο και τριγύρω σου όλοι οι σημαντικοί για σένα άνθρωποι. Μια μέρα χωρίς υποχρεώσεις, παρά μόνον ασφυκτικά γεμάτη από παιχνίδι. Ποια θα ‘ταν η επόμενη σκανταλιά σου;

 

Επιμέλεια Κειμένου Μυρτώς Τσιτσιδάκη: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Μυρτώ Τσιτσιδάκη