Εγώ είμαι. Το «μωρό σου», η «φρεσκάδα σου», η «κοριτσάρα σου». Αυτή που μέχρι χθες έλιωνε για το γέλιο σου. Αυτή που κάθε φορά που δεν πήγαινε κάτι καλά, καθόταν κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Δε σου αρνήθηκε ποτέ κάτι. Σε αγάπησε πιο πολύ απ’ όσο ήσουν σε θέση να δεχτείς. Στα χέρια της ηρεμούσες. Γελάω νευρωτικά όταν θυμάμαι πόσα βράδια αποκοιμήθηκα βαμμένη για να σε περιμένω. Πόσο χαρτί έχω σπαταλήσει για να σου γράψω όλα αυτά που με πειράζουν κι έτρεμα να σου πω από το φόβο μη σε χάσω. Αυτομουντζώνομαι, ναι. Τώρα όμως ας ξανασυστηθούμε λιγάκι απ’ την αρχή.

Σε περίπτωση που έχεις ξεχάσει όλα αυτά που περάσαμε μαζί, σε ενημερώνω πως δε θα είμαι εδώ για να στα θυμίσω. Στα τηλεφωνήματα σου, σου εγγυώμαι, πως δε θα βρεις κανέναν. Μπορώ να φωνάξω πλέον δυνατά πως δε μου καίγεται καρφάκι. Δε νοούμαι να σπαταλήσω άλλη ενέργεια για να σε αγαπώ. Δε γουστάρω. Μη με εμποδίσεις να σου φύγω. Άλλωστε πλέον είμαι πολύ «μακριά» για να με πιάσεις.

Όχι, δεν έχω σκοπό ούτε να ντυθώ, να βαφτώ και να μπεκροπιώ σε κάποιο μπαρ περιμένοντας τον επόμενο ούτε να σου κάψω το αμάξι. Αυτά είναι για τα γυναικάκια που κυκλοφορούν εκεί έξω. Ούτε πρόκειται να σε κατηγορήσω σε τρίτους με την ελπίδα πως αυτή τη φορά θα συνετιστείς και θα καταλάβεις. Να γυρίσεις και πάλι κρυμμένος πίσω από δικαιολογίες του κώλου. Αυτή τη φορά λοιπόν δε θα υπάρξει άλλη φορά. Θα προσποιηθώ πως δεν υπήρξες ποτέ. Κι αυτή, αγάπη μου, θα είναι η τιμωρία σου.

Δε με συγκινεί ούτε η προαγωγή που πήρες στη δουλειά ούτε η γάτα σου που γέννησε. Μην επινοήσεις τίποτα προκειμένου να με πλησιάσεις. Τα νέα σου, καρδιά, μου με αφήνουν παντελώς αδιάφορη. Δε ζήτησα να μάθω τίποτα απ’ όλα αυτά. Μου αρκεί να ξέρω πως θα μείνεις μακριά μου.

Τα δικά μου ωστόσο νέα στα χαρίζω απλόχερα. Βλέπεις πάντοτε ήμουν πιο γενναιόδωρη από σένα, καλέ μου. Μάθε πως είμαι πιο ήρεμη από ποτέ. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη ούτε να σε βρίσω ούτε να σου φωνάξω. Θα πείσω μάλιστα τον εαυτό μου πως το άρωμα σου μου φέρνει αναγούλα και θα πάψω να το αναζητάω παντού. Δε θα επιδιώξω ουδέποτε να σε ξαναδώ. Αν κάπως, κάπου, κάποιο βράδυ σε δω μπροστά μου τυχαία, δε θα κλείσω τα μάτια μου. Υπόσχομαι να φορέσω αυτό το εκνευριστικό τυπικό χαμόγελο. Ξέρεις, σαν εκείνο το δικό σου κάθε φορά που ούρλιαζα να με ακούσεις κι εσύ τηρούσες σιγήν ιχθύος. Ήσουν πάντοτε τόσο μα τόσο απασχολημένος να μου δώσεις απαντήσεις. Τώρα όμως η καρδιά μου, καρδιά μου, άλλαξε την ερώτηση.

Φαντάζομαι από τώρα το «κουταβίσιο» σου το βλέμμα. Το ξέρω καλά αυτό το βλέμμα εγώ. Θα βάλεις τα χέρια στις τσέπες και θα πηγαίνεις δεξιά κι αριστερά, δήθεν προβληματισμένος. Εγώ θα χαθώ μέσα στο πλήθος και θα περιμένεις όλο σιγουριά να αναβοσβήσει το κινητό σου και να ακούσεις τους λυγμούς μου. Βλέπεις, πάντα εγώ έριχνα τα μούτρα μου πρώτη. Αυτή τη φορά δε θα σου τηλεφωνήσω όμως. Τζάμπα περιμένεις.

Δε μου κόβεις άλλο την ανάσα. Δε μου φέρνεις άλλο ταραχή. Δε με αναγνωρίζεις λες. Εγώ είμαι όμως. Η ίδια που έκανες ό,τι ήθελες μέχρι χθες. Όχι πια σήμερα όμως. Δεν είναι ότι άλλαξα εγώ. Είναι που εσύ παρέμεινες ίδιος.

Μην ακούς τους φίλους σου, μωρό μου. Δεν αποτελεί μέρος κάποιας στρατηγικής όλο αυτό. Ξέρεις πως ποτέ μου δεν έπαιξα αυτό το παιχνίδι. Δεν είμαι η γυναίκα η δήθεν καπάτσα εγώ. Εάν ήθελα στρατηγική, θα έπαιζα σκάκι. Δε θέλω να σε κερδίσω και πάλι. Αποδέξου την αδιαφορία μου και μην έχεις αυταπάτες.

Και για να τελειώνουμε, μην κάνεις το λάθος κι έρθεις να με βρεις γονυπετής, σε περίπτωση που πέσουν τα τείχη του εγωισμού σου. Δεν έχω καμία όρεξη να σε απομυθοποιήσω. Να σε «σκοτώσω» με ηρεμία θέλω. Έτσι θα ηρεμήσω εγώ. Άντε γεια ανεπιστρεπτί, «έρωτα μου».

Συντάκτης: Νατάσα Δόμβρου