Λένε πως ο έρωτας έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Σου χτυπάει την πόρτα την πιο ακατάλληλη στιγμή, εκείνη που αρνείσαι κατηγορηματικά να ανοίξεις. Μα ο έρωτας είναι έρωτας, είναι ακατανίκητος και θαρραλέος κι έτσι βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώσει στη ζωή σου, όσο κι αν φωνάζεις -μάταια- πως δεν είσαι εσύ για τέτοια.
Ένας τέτοιος έρωτας μου χτύπησε την πόρτα όταν σε είδα. Προφανώς και δεν ήθελα να του ανοίξω, αφού ήμασταν σε κοινή παρέα και μόνο τέτοια μπλεξίματα δε θα άντεχα εκείνο τον καιρό. Προσπαθούσα να μου κάνω πλύση εγκεφάλου. Να πείσω τον εαυτό μου πως δε μου αρέσεις, πως δε σε θέλω, πως όλα αυτά τα οποία σκέφτομαι είναι παρανοϊκά. Σαν ποιηματάκι τα είχα αποστηθίσει. Έλα, όμως, που κάθε φορά που σε συναντούσα -σχεδόν καθημερινά- τα ξεχνούσα.
Ήσουν το πιο γλυκό μου βάσανο. Με παίδευε που ήσουν δίπλα μου και ταυτόχρονα κόσμους μακριά. Δεν είχες καταλάβει τίποτα, δεν άφησα να καταλάβεις τίποτα μέχρι τη στιγμή που αυτό το γλυκό βάσανο, έγινε το μεγαλύτερο και το πιο σκληρό βασανιστήριο. Η υπομονή και η ανοχή μου είχαν χτυπήσει κόκκινο. Έπρεπε να σου μιλήσω, να σου τα πω όλα και μετά ας μη σε συναντούσα ποτέ ξανά.
Το παγκάκι που καθίσαμε να μιλήσουμε ήταν το πιο άβολο που έχω κάτσει ποτέ. Κατάθεση ψυχής μες στον κατακαλόκαιρο, μα τα χέρια μου από το άγχος ήταν πιο κρύα κι από μέρα του Δεκέμβρη. Πίστευα, ήθελα κι ήλπιζα πως αυτά που θα σου έλεγα θα έβρισκαν ανταπόκριση. «Τι χαζή;», σκέφτηκα, όταν άρχισες να μιλάς. Δε με είδες ποτέ ερωτικά. Δε με θέλησες ποτέ όπως εγώ. Αυτό το δέχτηκα, όσο κι αν δεν μπορούσα. Με αποτελείωσες, ωστόσο, όταν μου είπες να μείνουμε φίλοι.
Ε, όχι! Δεν μπορώ να είμαι φίλη μαζί σου. Δε θέλω να είμαι φίλη μαζί σου. Δε σε είδα ποτέ σαν φίλο μου. Δε θα σε δω ποτέ σαν φίλο μου. Αρκετά προσποιήθηκα, αρκετά με αυτό το θέατρο. Έπρεπε να μπουν τα πράγματα σε μία τάξη. Η ζωή μου έπρεπε να μπει σε μία τάξη, αφού απ’ τη στιγμή που εισέβαλες εσύ σε αυτή, όλα γύρισαν ανάποδα. Έπρεπε να τα φέρω ξανά στα μέτρα μου. Κι εσύ μου ζητάς να μείνουμε φίλοι; Να κουβαλάω εγώ την ψεύτικη ταμπέλα της φίλης; Να κάνω πως δεν τρέχει τίποτα; Να το παίζω κουλ και χαλαρή σαν να μην υπήρξα ποτέ ερωτευμένη μαζί σου;
Δε σε θέλω για φίλο! Φίλους έχω, λίγους, αλλά καλούς. Εσένα σε φαντάστηκα αλλιώς. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, που κατάλαβα ποιος είσαι, τι κουβαλάς μέσα σου και πόσο σπουδαία ψυχή έχεις, σε ήθελα δίπλα μου σαν άνθρωπό μου κι όχι σαν φίλο μου. Κι αυτή την ανάγκη μου δε θα μπορούσε να την καλύψει κανένας ρόλος φιλικός. Δεν είναι δυνατόν μετά απ’ όλα τα καρδιοχτυπήματα που ένιωσα για ‘σένα, να κάθομαι μαζί σου και να συζητώ για ερωτικής φύσεως ζητήματα που πιθανόν να προέκυπταν στη ζωή σου. Αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Εσύ που έλεγες πάντα πόσο με εκτιμάς σαν άνθρωπο, μου ζήτησες να είμαστε φιλαράκια; Μάλλον με μισείς.
Ίσως να μου το πρότεινες για να με κάνεις να νιώσω καλύτερα, για να νιώσεις κι εσύ καλύτερα -με λιγότερες ενοχές-, για να με πείσεις πως δε θες να με χάσεις απ’ τη ζωή σου. Μου είναι αδύνατον, παρ’ όλα αυτά. Προτιμώ να μη σε δω ποτέ ξανά, να μη μιλήσουμε ποτέ ξανά, να είμαστε δυο άγνωστοι, παρά αυτό που μου ζητάς. Τόση ανωτερότητα και πολιτισμό δεν μπορώ να τα αντέξω.
Καλύτερα, λοιπόν, που χαθήκαμε. Καλύτερα που δε μιλάμε, που δε μαθαίνω νέα σου, που δε σε βλέπω και τόσο συχνά. Είναι πολύ πιο αληθινή αυτή η απόσταση από τη δήθεν φιλία που πήγες να δημιουργήσεις. Τουλάχιστον ξέρω πως δε σε είχα και δε θα σε έχω ποτέ. Τουλάχιστον δεν επέτρεψα να «αλλοιωθεί» και να πάρει άλλη μορφή αυτό που ένιωσα για ‘σένα. Τουλάχιστον μαθαίνω πως είσαι καλά. Αυτό μου αρκεί…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή