Τελευταίο βράδυ στο φοιτητικό σου σπίτι. Μοιάζεις κάπως πανικόβλητος κι ανήσυχος μέσα σε όλη την ένταση της μετακόμισης, χωρίς παρόλα αυτά να βγάζεις μιλιά. Δυσκολεύεσαι να συνειδητοποιήσεις και να χωνέψεις ότι από την επόμενη μέρα αυτό θα είναι ένα κεφάλαιο που θα ανήκει στο παρελθόν -ως ένα σημείο αρνείσαι κιόλας να το αποδεχθείς. Η επόμενη μέρα θα σε βρει στο πατρικό σου σπίτι. Καλύτερα, λοιπόν, να πας για ύπνο τώρα, είναι ήδη αργά. Σε περιμένει δύσκολη μέρα αύριο.
Εσύ λες στο μυαλό «κοιμήσου» και αυτό ακούει «θυμήσου». Και εσύ θυμάσαι. Τι να πρωτοθυμηθείς; Το φοιτητικό σου σπίτι, τους φίλους σου, τη σχολή σου; Τι; Είναι τόσα πολλά κι είναι όλα σχεδιασμένα και ζωγραφισμένα με τη δική σου παλέτα συναισθημάτων που αναμφίβολα είχε πάνω της τα πιο έντονα και ζωηρά χρώματα. Αυτά που χρησιμοποίησες για να φτιάξεις τον δικό σου «παράδεισο».
Στον παράδεισο, λοιπόν, αυτό με το που μπεις συναντάς αρχικά ένα όμορφο μικρό σπιτάκι. Παλιό ή καινούριο, μικρό ή μεγάλο λίγη σημασία έχει. Είναι αυτό το σπιτάκι που τα κλειδιά ανήκουν μόνο σε σένα. Είναι το δικό σου σπίτι που απ’ τη μία γωνία ως την άλλη φωνάζει «εσύ». Είναι αυτό που αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό της υποτιθέμενης ανεξαρτησίας σου. Ίσως τα οικονομικά βάρη να έπεφταν πάνω στους δικούς σου, αλλά η λειτουργία αυτού του σπιτιού ήταν ξεκάθαρα δική σου.
Εσύ αποφάσιζες πότε θα κοιμηθείς, πότε θα ξυπνήσεις, πότε θα συμμαζέψεις, πότε θα φέρεις τους φίλους σου -και όχι μόνο- σε αυτό. Δεν είχες κανέναν να σου κάνει παρατηρήσεις που άφησες τα πιάτα άπλυτα πάνω από τρεις μέρες ή που τα ρούχα έχουν γίνει ένα βουνό μέσα στη ντουλάπα σου. Όλα πήγαιναν ρολόι, σύμφωνα με τις δικές σου υποχρεώσεις, δυνατότητες, επιλογές και ορέξεις.
Πιο δίπλα απ’ αυτό το σπιτάκι στον παράδεισο συναντάς δυο-τρία πρόσωπα δικά σου, αγαπημένα. Συναντάς τους φίλους σου. Αυτούς που μοιράστηκες μαζί τους κάθε καλή ή κακή στιγμή όλα αυτά τα χρόνια. Συναντάς τα άτομα που πήραν το ρόλο της οικογένειάς σου στην πόλη που σπούδαζες. Ο καθένας έφερνε μαζί του τις εμπειρίες 18 χρόνων, φαινομενικά αταίριαστοι με σένα, αλλά αυτό ήταν που αγάπησες σε αυτούς ότι οι διαφορές σας ήταν αυτές που σας έφεραν κοντά κι όχι οι ομοιότητες. Τους παίρνεις, λοιπόν, μαζί σου και συνεχίζεις τη βόλτα σου στον παράδεισο, γιατί μόνο εκείνοι ήταν μαζί σου την κάθε στιγμή.
Κάνετε τσάρκα στα στέκια σας, γελάτε και χαίρεστε σαν να μην υπάρχει αύριο. Το ρολόι δεν το κοιτάς στιγμή, πρώτον γιατί ο χρόνος δεν έχει καμία αξία όταν είσαι με τα άτομα που θες και δεύτερον γιατί στο σπίτι δεν ξενυχτάει κάποιος -ονόματα δε λέμε, προσωπικότητες δε θίγουμε- να σε περιμένει να γυρίσεις ασφαλής για να μπορέσει επιτέλους να κοιμηθεί, αφού σε κατσαδιάσει πρώτα που άργησες να γυρίσεις.
Το οξυγόνο στο δικό σου παράδεισο, δεν είναι άοσμο. Έχει άρωμα ελευθερίας και ξεγνοιασιάς, ανεμελιάς και τρέλας. Ένα άρωμα που νιώθεις ότι το φοράς πάνω σου και σε συντροφεύει για πολλά χρόνια ακόμα. Κι έτσι είναι.
Μόνο που τώρα είναι πια πολύ περασμένη η ώρα και τα μάτια σου έχουν γεμίσει δάκρυα χαράς, συγκίνησης, λύπης -ούτε εσύ ξέρεις καλά-καλά. Ακόμα δεν κατάφερες να κοιμηθείς. Πώς θα τα αφήσεις πίσω σου όλα αυτά; Πώς θα καταφέρεις να φύγεις από τον παράδεισό σου; Πώς θα φύγεις απ’ τους ανθρώπους σου; Είναι δύσκολο αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Είναι επώδυνη η επιστροφή στο πατρικό σου. Νόμιζες χαριτωμένα πως είχες ξεφύγει από εκεί και πως ζούσες τη ζωή σου έτσι όπως ήθελες. Όντως το έκανες, αλλά ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος.
Δυστυχώς από αύριο θα κοιμάσαι στο δωμάτιο που συνήθιζες να καλείς παιδικό. Ξανά η ίδια ιστορία. Φασαρίες με τους δικούς σου γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν το πρόγραμμά σου και γιατί εσύ ξεσυνήθισες από το δικό τους. Χρόνος απεριόριστος που δε θα ξέρεις πως να το μοιράσεις και να τον αξιοποιήσεις σωστά, αφού τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, οτιδήποτε κάνεις θα το κάνεις μηχανικά. Ακόμη κι οι παρέες σου εκεί έχουν ένα διαφορετικό ρυθμό ζωής πλέον που δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Λογικά θα ψάχνεις τριγύρω σου να εμφανιστεί κάποιος και να σου πει πως αυτό είναι ένα καλοστημένο κακόγουστο αστείο. Μάταια!
Μην είσαι, όμως, αχάριστος κι άπληστος. Να χαίρεσαι που μπόρεσες και έζησες όλη αυτή την εμπειρία, ήταν απ’ τα πιο σπουδαία δώρα που έκανες στον εαυτό σου με την ευγενική χορηγία των δικών σου. Εξάλλου πίσω στο σπίτι σου θα σε περιμένουν κι άλλοι δικοί σου άνθρωποι που σου έλειπαν και τους έλειπες τόσα χρόνια. Που εκμηδένισαν αποστάσεις για να είστε μαζί. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να αρχίσεις να το συνηθίζεις για κάποιο διάστημα, μέχρι να μπορέσεις να ξαναφύγεις για έναν άλλο μέρος προκειμένου να εκπληρώσεις κι άλλους στόχους κι άλλα όνειρα..
Ξημέρωσε. Ίσως ήταν η πιο μεγάλη και ταυτόχρονα μικρή νύχτα της ζωής σου. Σήκω, ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου, πήγαινε να χαιρετήσεις αυτούς που θες να χαιρετήσεις και πάρε το δύσκολο δρόμο της επιστροφής. Μαζί σου, όμως, πάρε κι αυτό: τους ανθρώπους που αγαπάμε, τους κουβαλάμε μέσα μας, όπου κι αν είμαστε. Έτσι δε θα τους χάσεις ποτέ και κάθε στιγμή που θα τους έχεις στο μυαλό σου θα είναι σαν να είστε ξανά μαζί στον δικό σας παράδεισο.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή