Τα πράγματα με τους αληθινούς έρωτες δεν είναι απλά. Αν ήταν θα είχαμε συμβιβαστεί όλοι σε χλιαρές και μονότονες σχέσεις -μακριά από μας. Οι αληθινοί έρωτες δε γνωρίζουν από όρια, πρέπει, καλουπωμένες καταστάσεις και φιλτραρισμένα σκηνικά. Οι αληθινοί έρωτες είναι απόλυτα χαοτικοί. Σε ανεβάζουν ψηλά και την επόμενη στιγμή σε προσγειώνουν ανώμαλα. Νιώθεις αλλεπάλληλες συναισθηματικές εκρήξεις να λαμβάνουν χώρα μέσα στο μυαλό σου. Είναι τόσο έντονες που πιστεύεις πως δεν μπορείς να τις ζήσεις καθολικά. Έτσι γίνεσαι εκείνος ο δειλός που συνήθιζες να κοροϊδεύεις και αρνείσαι -ενώ δε θες- να χαθείς στη μαγεία του έρωτα, στο χάος του, στην τρέλα αυτή που λίγοι έχουν τα κότσια να ζήσουν.
Και λες λόγια που δε θες, δίνεις τέλος γιατί φοβάσαι το άγνωστο, διακόπτεις οποιαδήποτε επικοινωνία μόνο και μόνο για να μη χάσεις το μυαλό σου. Μάταιος κόπος. Το μυαλό σου το έχεις χάσει ήδη κι αυτό αποδεικνύεται τη στιγμή που βλέπεις τον άνθρωπό σου ξανά, αλλά είστε δυο άγνωστοι. Τα βλέμματά σας όμως, ξέρουν. Τα μάτια σας ήδη κάνουν διάλογο.
Το ένα μάτι γράφει «Σε» και το άλλο «θέλω» κι η απάντηση που παίρνουν είναι «Κι εγώ». Κι απαντάει ξανά το βλέμμα του ενός «Μου έλειψες», χωρίς να έχουν περάσει δευτερόλεπτα η απάντηση είναι άμεση: «Εμένα να δεις». Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ορίζετε εσείς τα μάτια σας, αλλά τα μάτια σας εσάς. Τα μάτια μιλούν κι εσείς είστε απλά θεατές στο ψέμα που χτίσατε μόνοι σας. Πετάνε βελάκια μεταξύ τους, χαμογελάνε, βουρκώνουν, αναπολούν, φανερώνουν όλα όσα προσπαθείτε να θάψετε. Κι ο έλεγχος χάνεται. Μπερδεύεστε. Τα «γιατί» αρχίζουν να κατακλύζουν το μυαλό σας.
Ακόμα και μετά από μια μακροχρόνια σχέση που κι οι δύο ζήσατε την ένταση και το πάθος όπως σας άξιζε, αλλά καταλήξατε να είστε χωριστά, τα μάτια θα πάρουν και πάλι τη σκυτάλη και θα σας αποδείξουν πως τίποτα δεν έχει τελειώσει. «Τι στο καλό συμβαίνει εδώ, γιατί με κοιτάει;», «Λες να μη με ξέχασε;», «Λες ακόμα να με θέλει όπως κι εγώ;». Αν γυρίσεις ξαφνικά μετά από καιρό και δεις μέσα στο πλήθος τα μάτια που συνήθιζες να λατρεύεις να σε κοιτούν και πάλι όπως τότε, οι ερωτήσεις σου θα έχουν ήδη απαντηθεί, όσο κι αν εθελοτυφλείς, όσο κι αν εσύ δε θες ή δεν μπορείς να το πιστέψεις.
Έχεις ακούσει ποτέ πιο δυνατά λόγια απ’ αυτά που φωνάζουν τα μάτια; Μια εικόνα ίσον με χίλιες λέξεις. Ένα ζευγάρι μάτια είναι πολύ πιο ειλικρινές από ένα σωρό λέξεις που είναι ντυμένες καθώς πρέπει. Ντύθηκαν για να καλύψουν το φόβο και τη δειλία. Ντύθηκαν για να κρύψουν καλά την αλήθεια. Ντύθηκαν γιατί εσύ τις ανάγκασες. Ας πούμε ότι τα κατάφερες με τα λόγια. Ας υποθέσουμε ότι πέρασες το μήνυμα που δεν ήθελες να περάσεις, αλλά έπρεπε. Με τα μάτια; Τι θα κάνεις; Πώς θα τα κάνεις να κοιτάξουν αλλού; Πώς θα τα εμποδίσεις να πουν την αλήθεια σου, αφού μόνο αυτά μπορούν;
Ζώντας μέσα σε μια βολική πραγματικότητα καλοφτιαγμένη κι επεξεργασμένη όσο πάει, μια πραγματικότητα βασισμένη στα πρέπει κι όχι στα θέλω, τα μάτια και το βλέμμα πάντα θα σε μπερδεύουν. Γιατί θα λένε αυτά που προσπαθείς να ξεχάσεις. Θα σε κάνουν ευάλωτο κι ας θες να δείχνεις ο δυνατός. Θα σε παρασύρουν κι ας νομίζεις πως έχεις τα έχεις όλα υπό έλεγχο. Γι’ αυτό, παιδιά, να κοιτάτε στα μάτια, όλα τα άλλα είναι μοντάζ.
«Τα μάτια, Τσίκο, τα μάτια δε λένε ποτέ ψέματα…»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη