Ήταν εκείνα τα χρόνια που τα μουτράκια μας ήταν μονίμως πασαλειμμένα με σοκολάτες και βρομιές, χέρια και πόδια γρατσουνισμένα και ματωμένα απ’ τα χτυπήματα που τύχαιναν πάνω στο παιχνίδι, αλλά οι ψυχές μας ήταν αθώες κι αμόλυντες ακόμη και το βλέμμα μας καθάριο και γεμάτο αγάπη.
Ήταν τα χρόνια εκείνα που το μόνο που μας θύμωνε και μας στεναχωρούσε συνάμα ήταν ότι έπρεπε να μαζευτούμε στο σπίτι με το που άρχιζε να πέφτει ο ήλιος. Ήταν κι η πρώτη αιτία διαπληκτισμού με τους γονείς μας κι ο λόγος που ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε και να ανοίξουμε τα φτερά μας, να γίνουμε ανεξάρτητοι και να μην έχουμε κανένα στο κεφάλι μας να μας επιβάλλεται.
Είναι κι η ανάμνηση της πολυπόθητης στιγμής που, κάπου εκεί γύρω στα 18, μάζεψες όλα σου τα υπάρχοντα, έκρυψες στον πάτο της τσάντας το αγαπημένο σου αρκουδάκι και την έκανες για σπουδές. Ένιωσες ότι είχες, επιτέλους, την ελευθερία να δρας ανεξάρτητα κι αυτόβουλα χωρίς να δίνεις λογαριασμό πού πας και τι ώρα θα γυρίσεις. Ήσουν κυρίαρχος του εαυτού σου. Ήσουν «μεγάλος».
Ξεγελάστηκες και πίστεψες ότι ενηλικίωση σημαίνει ξέφρενα πάρτι μέχρι το πρωί, μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με φίλους κι έρωτες και βόλτες όποτε κι όπως ήθελες. Θεώρησες ότι οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις και το άγχος περιορίζονταν στην εξεταστική την οποία έπρεπε να περάσεις για να αποδείξεις ότι είσαι άτομο υπεύθυνο και με συνέπεια.
Και κάθε που τέλειωναν τα χρήματα έπαιρνες τηλέφωνο τον μπαμπά να στείλει. Και κάθε που αρρωστούσες έπαιρνες τηλέφωνο τη μαμά να σου θυμίσει τα γιατροσόφια της γιαγιάς για να ηρεμήσει το στομάχι σου και να φύγει η αδυναμία. Σε κάθε στραβοπάτημα, το τηλέφωνο καλούσε στο σπίτι.
Μόνο που οι σπουδές έχουν τελειώσει χρόνια τώρα κι αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι σημαίνει να είσαι «μεγάλος». Καταλαβαίνεις και ταυτίζεσαι με τα χαρακωμένα κι αγέλαστα πρόσωπα και τα μάτια εκείνα που είναι γεμάτα τρόμο κι αγωνία.
Το παραμύθι έχει τελειώσει κι έχεις να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Μεγαλώνω σημαίνει ευθύνες, τυπικότητα, τρεχάματα, δικά σου παιδιά. Κι αν τελειώσουν τα χρήματα δεν μπορείς πια να καλέσεις τον μπαμπά. Είσαι ενήλικος πια, με δική σου δουλειά και πρέπει να φροντίζεις να σε φτάνουν τα δικά σου χρήματα. Δε θα πάρεις πια τηλέφωνο τη μαμά να σου πει τα γιατροσόφια, διότι είναι μια άλλη γλυκιά φωνούλα που θα πάρει εσένα για βοήθεια.
Μεγάλωσες και πρέπει να στηρίζεσαι γερά στα δυο σου πόδια και να στηρίζεις τα δικά σου νιάνιαρα τώρα. Οι λογαριασμοί είναι δικιά σου ευθύνη τώρα, το ίδιο και τα ψώνια. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις ξέροντας ότι θα το φροντίσουν η μαμά κι ο μπαμπάς όπως τότε.
Σου το έλεγαν οι «μεγάλοι», σε όλους μας το έλεγαν: «Μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις, θα το μετανιώσεις», αλλά όχι εσύ. Έπρεπε να μεγαλώσεις για να είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις, χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανένα.
Και τι κατάλαβες; Έπεσες κι εσύ στην παγίδα όπως και τόσοι άλλοι πριν από σένα. Έπρεπε να μεγαλώσεις για να καταλάβεις ότι πιο ελεύθερος από όταν ήσουνα παιδί δε θα γίνεις ποτέ. Αναπολείς τα απογεύματα στην αλάνα της γειτονιάς να τρως παγωτό και να ακούς τη μάνα σου να σου φωνάζει να μαζευτείς διότι είναι ώρα για μπάνιο και για ύπνο. Να τρέχεις να κρυφτείς να μη σε βρει για να περάσετε δέκα λεπτά παραπάνω όλη η παρέα κι ας ξέρατε πως θα σας περίμενε κήρυγμα στο σπίτι.
Τώρα ψάχνεις να κλέψεις λίγη από αυτή την ξεγνοιασιά και την παιδικότητα απ’ τα δικά σου παιδιά ή από άλλα παιδάκια γενικά. Τι ωραία να μπορούσες να ήσουν και πάλι παιδί και το μοναδικό σου άγχος να είναι αν θα βάλεις περισσότερα γκολ απ’ τους υπόλοιπους ή αν η κούκλα σου θα φοράει τα πιο όμορφα ρούχα.
Ήθελες να μεγαλώσεις, βιαζόσουν, ήθελες να κατακτήσεις τον κόσμο. Ανυπομονούσες για το πρώτο βράδυ που θα έμενες στο δικό σου σπίτι. Δεν υπολόγισες όσα συνεπάγονταν. Ήθελες απλά να φύγεις μακριά, να γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου. Έγινες, λοιπόν. Κυρίαρχος του εαυτού σου και υπόδουλος της ρουτίνας, της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων.
Κοιτάς απ’ το παράθυρο το διπλανό πάρκο κι ακούς μια μαμά να φωνάζει: «Ελένη, ώρα να φύγουμε». Μια παιδική φωνούλα αντιδρά και στραβώνει τα χειλάκια. «Όταν μεγαλώσω, θα έρχομαι να παίζω όσο θέλω και δε θα μπορείς να με σταματήσεις», την ακούω να λέει. Μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις, μικρή. Δε θα έχει πια παιχνίδι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη