Τους βλέπεις να κάθονται σκεφτικοί και τρομαγμένοι. Προσπαθείς να τους πλησιάσεις, αλλά έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλα τα πλάτη γύρω τους και δεν επιτρέπουν σε κανένα να έρθει κοντά. Κι αν επιχειρήσεις να σφηνωθείς μέσα απ’ τις χαραμάδες για να δεις ποιοι πραγματικά είναι τελικά και πάλι δε θα φτάσεις μακριά.
Είναι άτομα βαθιά πληγωμένα και χαρακωμένα που εξαναγκάστηκαν να βγουν απ’ το δρόμο τους και να ωριμάσουν από πολύ νωρίς για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις καταστάσεις και τα δεδομένα γύρω τους. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που περπατάνε σκυφτοί και δεν εκπλήσσονται με τίποτα -εκτός, ίσως, από τις πράξεις καλοσύνης.
Τους βλέπεις και ξέρεις ότι είναι άτομα βασανισμένα και βαθιά πληγωμένα κι ας μην έχουν μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Οι χαρακιές στο πρόσωπό τους, ο τρόμος κάθε που κάποιος θα βρεθεί απειλητικά κοντά τους σου κινούν υποψίες, αλλά δεν μπορείς να ρωτήσεις. Δε θες να ξυπνήσεις άσχημες αναμνήσεις και δε θες να είσαι κι αδιάκριτος.
Τους παρατηρείς προσεχτικά και βλέπεις ότι στο βλέμμα τους υπάρχει καχυποψία κι έλλειψη εμπιστοσύνης κυρίως όσον αφορά τον ίδιο τους τον εαυτό. Έχουν ένα ύφος μόνιμου πόνου και πικρίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους και το χαμόγελό τους είναι πάντα μελαγχολικό. Γελάνε πάντοτε πολύ δυνατά για να κρύψουν τον πόνο τους κι ας καρφώνονται.
Ως παιδιά δε στάθηκαν τυχεροί. Ανήκαν στη μερίδα εκείνη της «ντροπής». Κακοποιημένα, λεκτικά και μη, αλλά ντροπιασμένα κι υπερβολικά τρομαγμένα για το μοιραστούν με κάποιο. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που ως παιδιά κάθονταν πάντα μόνα τους και σιωπηλά σε μια γωνία και δεν επιδίωκαν ούτε την παρέα ούτε και τη σημασία οποιουδήποτε.
Μπορούσες να νιώσεις τον πόνο και την ταλαιπωρία τους από μακριά. Κάθε που έβλεπαν χέρι να σηκώνεται δίπλα τους κουβαριάζονταν σαν κατατρεγμένα σκυλιά και τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα ενώ ψέλλιζαν συγγνώμη κι ας μην είχαν κάνει τίποτα κι ας ήθελες εσύ απλά να αγκαλιάσεις τον κολλητό σου. Το καταλάβαινες όποτε πλησίαζες υπερβολικά κοντά τους κι έσκυβαν το κεφάλι κάνοντας ένα βήμα πίσω νιώθοντας ότι απειλούνται.
Ήταν ο συμμαθητής εκείνος που έβρεχε κάθε τόσο τα παντελόνια του και τον κορόιδευες μαζί με την υπόλοιπη τάξη και μεταξύ άλλων είχε να υποστεί κι αυτό. Δεν ήξερες, βέβαια, μωρό παιδί ήσουν κι εσύ.
Τα Σαββατοκύριακα κι οι αργίες δεν ήτανε γιορτή γι’ αυτά τα παιδιά. Ήταν ένα μαρτύριο που περίμεναν να τελειώσει. Οπλίζονταν με πολλή υπομονή, έσφιγγαν τις γροθιές κι υπερασπίζονταν μόνα τους τον εαυτό τους ενάντια στα τέρατα που ξυπνούσαν μέσα στο σπίτι τους. Ο πατέρας που γυρνούσε μεθυσμένος ή με νεύρα απ’ τη δουλειά και ξεσπούσε όπου έβρισκε. Ίσως δεν ξεσπούσε πάνω τους, αλλά έπρεπε να υπερασπιστούν τη μαμά τους, έπρεπε να φανούν δυνατά αυτά αφού η μαμά τους δεν μπορούσε.
Ήταν κι εκείνος ο θείος που περίμενε πώς και πώς να τα κρατήσει και να τα «φροντίσει» μέσα στα σκοτάδια ασελγώντας πάνω τους κι αυτά έκλειναν απλά τα μάτια τους, έκαναν τα χέρια τους γροθιές, έσφιγγαν τα χείλη για να μη φωνάξουν κι ανέχονταν το μαρτύριο σιωπηλά κι ανυπεράσπιστα.
Τους βλέπεις τώρα να έχουν σχηματίσει τις δικές τους εικόνες κι απόψεις για τον ρόλο του κάθε ατόμου, σαν μέρος της οικογένειας και σαν μέρος της κοινωνίας. Αν ήταν τυχεροί κατάφεραν να έχουν τα άτομα που τους πλήγωσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή, αν όχι θα τους δεις να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και να διαιωνίζουν τον κύκλο.
Θα τους δεις μέσα στο πλήθος κι ίσως σε προσπεράσουν χωρίς να τους καταλάβεις, αλλά θα είναι εκεί, είναι πάντα εκεί. Άνθρωποι που στερήθηκαν τα καλύτερά τους χρόνια. Άνθρωποι που δε θα μάθουν ποτέ τι εστί αθωότητα και ξεγνοιασιά. Άτομα που θα φοβούνται για πάντα τα σκοτάδια και θα τρέμουν τα χέρια που θέλουν να τα αγγίξουν.
Είναι άνθρωποι σαν εσένα κι εμένα. Είναι άνθρωποι, όμως, που πονούν κι αναζητούν απεγνωσμένα κάποιον να κόψει τα πλοκάμια τους και να φτάσει κοντά τους. Έναν άνθρωπο να σκοτώσει τους δαίμονές τους και τους λυτρώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη