Γυρνάς στο σπίτι, πετάς παπούτσια, ανοίγεις κρασί, βάζεις μουσική και αποφασίζεις να αράξεις παρέα με τον εαυτό σου. Έχετε καιρό να τα πείτε οι δυο σας και σου έχει λείψει. Όλο έλεγες θα το κάνεις κι όλο το ανέβαλλες. Λίγο επειδή δεν ήξερες αν είναι ακόμα τόσο cool όσο τον θυμόσουν, λίγο επειδή φοβάσαι τα όσα ενδεχομένως έχει να σου πει, μέχρι που έρχεται τελικά η στιγμή που δεν πάει άλλο και αποφασίζεις να το κάνεις.
Κάθεσαι λοιπόν και σαν φίλοι που έχουν να βρεθούν καιρό, νιώθεις μια αμηχανία να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Μέχρι που, από τη μια η μουσική, από την άλλη το κρασί που έχει αρχίσει να σε χτυπά, ανοίγεσαι και του λες για σένα και τις μέρες σου. Του λες για τη δουλειά σου, για τη ρουτίνα σου και γενικά για όσα (δε) συμβαίνουν στη ζωή σου. Στο κάτω-κάτω κολλητοί είστε! Αν δεν τα πεις σ’ αυτόν, σε ποιον; Έλα όμως που ο παλιόφιλος έχει αρχίσει να σε βαριέται.
Του λείπει εκείνος που ήξερε κάποτε κι όχι αυτός ο βαρετός εαυτός σου. Το φιλαράκι που είχε όνειρα και φιλοδοξίες, το παιδί που ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, που πάντα πάλευε για το κάτι παραπάνω και το όποιο δεν τα έβαζε ποτέ κάτω παρά μόνο άμα ικανοποιούσε την περιέργειά του και πετύχαινε τον στόχο του. Μαζί του απορείς κι εσύ.
Τι να έγινε άραγε εκείνο το παιδί; Ποιες θάλασσες το πνίξανε και ποιοι άνεμοι του ‘σπάσαν τα φτερά; Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχεις γίνει αυτό που έλεγες πως δε θα γίνεις ποτέ. Αναλώθηκες στη ρουτίνα και την καθημερινότητα, στις δήθεν επιθυμίες και τον καθωσπρεπισμό. Μεγάλωσες, ωρίμασες κι έχασες τον εαυτό σου. Έχασες το φιλαράκι εκείνο με το οποίο κοιτούσατε τα σύννεφα παρέα και βλέπατε το μέλλον όλο ζωγραφισμένο πάνω τους.
Αλήθεια, πέτυχες τίποτα από τα όσα ζωγράφιζες στους γαλάζιους ουρανούς παρέα με τα σύννεφα; Όχι, σκέφτεσαι, αλλά πέτυχες τόσα άλλα. Κατάφερες να πάρεις ένα πτυχίο και να κάνεις τους γονείς σου περήφανους, βρήκες μια καλή δουλειά, ή έστω μια δουλειά –δεν είναι και λίγο στις μέρες μας- έχεις και μια γλυκανάλατη σχέση να σου κρατά συντροφιά. Δεν είναι και λίγα. Και πόσοι δε θα΄θελαν να είναι εσύ!
Ακόμη κι έτσι, αυτό το αίσθημα δυσαρέσκειας δε λέει να φύγει. Το φιλαράκι εκείνο από τα παλιά, που σε ξέρει κι από την καλή κι από την ανάποδη, που σε έχει δει να γελάς αλλά και να υποφέρεις σε κοιτάει με μάτια γεμάτα απορία. Απορεί γιατί ξέρει ότι εσύ ποτέ δε συμβιβαζόσουν με το λίγο. Κι αποφασίζει να σε ακούσει και να σου μιλήσει, για να μάθει και να καταλάβει πώς εσύ, που ήσουν έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο, βρέθηκες να πορεύεσαι σε μια τέτοια απαθή πραγματικότητα.
Του λες για όλους σου τους έρωτες, που σε παράτησαν σύξυλο ένα πρωί για μια πιο ελκυστική version σου, πιο ποθητή και πιο αστεία από σένα ή γι’ αυτούς που δεν άντεξαν την αγάπη σου κι έτρεξαν να κρυφτούν. Του λες για τις αποτυχημένες συνεντεύξεις στις οποίες σου είπαν στα μούτρα ότι τους έπεφτες πολύ λίγος για τη συγκεκριμένη δουλειά κι ας κατάφερες τελικά να βρεις μια δουλειά καλύτερη απ’ τη δική τους. Του λες για τον κόσμο που έχει γίνει καχύποπτος και είναι έτοιμος πάντα να στην φέρει, που δε νοιάζεται και δεν υπολογίζει χειρονομίες και αισθήματα.
Σε ακούει λοιπόν ο φίλος και κουνάει το κεφάλι. Μέχρι που έρχεται η σειρά του να σου πει. Και σου θυμίζει τη φορά εκείνη που είχες πέσει από το ποδήλατο, αλλά ξανανέβηκες και συνέχισες. Και ξανάπεσες, και ξανανέβηκες και ξανά και ξανά μέχρι που τα κατάφερες. Σου λέει για την φορά εκείνη που ο Γιάννης έτρεξε να πει σε όλους το μυστικό σου και παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησες να του τα λες και να τον βοηθάς με τις εργασίες του σχολείου. Σου θυμίζει το πείσμα σου, την άρνησή σου να πάψεις να ονειρεύεσαι, την επιμονή σου να πετύχεις τους στόχους σου.
Και κάπως έτσι ξυπνάς απότομα από τον λήθαργο στον οποίο έχεις πέσει. Αρκετό χρόνο έχασες κρυμμένη στην ανασφάλεια και τα πονεμένα γιατί. Ώρα να ξαναπάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου. Ανάβεις τον υπολογιστή, ψάχνεις εισιτήρια και κλείνεις το ταξίδι εκείνο που σχεδιάζεις χρόνια τώρα, αλλά ποτέ δε βρήκες τον χρόνο να οργανώσεις. Ξυπνάς κι αρχίζεις να ξαναζείς για σένα και τον παλιόφιλο που σε ξέρει καλύτερα κι από σένα τον ίδιο. Κοιτάς τον ουρανό και τα σύννεφα σου δείχνουν και πάλι το μέλλον.
Επιμέλεια Κειμένου Γεωργίας Ευστρατίου: Σοφία Καλπαζίδου