Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη χρυσή εποχή που το κινητό τηλέφωνο μπήκε στη ζωή μας. Κάθε οικογένεια γιόρταζε όταν αποκτούσε μία από αυτές τις κακομούτσουνες συσκευές, με τη μικρή οθόνη που ίσα-ίσα που χωρούσαν δυο λέξεις και τη δόνηση, ικανή να το σύρει απ’ το ένα δωμάτιο του σπιτιού στο άλλο σε μόλις ελάχιστα λεπτά. Ο εθισμός ξεκίνησε με τις διάφορες προσόψεις, που πούλαγαν υπαίθριοι πωλητές, τις οδηγίες για το πώς να φτιάξεις το πιο τρελό ringtone της τότε ελληνικής ποπ και τα μηνύματα με αρκουδάκια και φατσούλες που δημιουργούσες με σημεία στίξης. Η εποχή της ακούραστης αναπάντητης ως μέσω φλερτ ξεπεράστηκε και φτάσαμε μέσα από αρκετά συνέδρια παρουσίασης τεχνολογίας να έχουμε στα χέρια μας μια συσκευή πολυμήχανη.

Το κινητό τηλέφωνο απέκτησε δικό του χαρακτήρα. Βασικά, κάθε κινητό τηλέφωνο έχει πλέον και μια διαφορετική προσωπικότητα και δεν αναφέρομαι στον εξωτερικό του σχεδιασμό -πάνω-κάτω όλα ίδια είναι. Αποτελεί ένα εξατομικευμένο προϊόν που καθρεφτίζει τον ιδιοκτήτη του. Χιλιάδες εφαρμογές βρίσκουν χώρο στις τεράστιες οθόνες αφής, φωτογραφικές κάμερες που δεν αφήνουν τίποτα ιδιωτικό, απ’ τον φαλλό του μπάρμπα-Στάθη μέχρι τα στήθη της μικρής Αννούλας, ικανό να αναλάβει το ρόλο του jukebox, να αποκτήσει εταιρικό χαρακτήρα με αδιάκοπη άμεση ενημέρωση απ’ τα email του αφεντικού, να επαναφέρει τις ταξικές ισότητες ανάλογα με το κόστος της και να γίνει η επόμενη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου, δίνοντας προέκταση στο χέρι του για να φτάνει πιο μακριά.

Κι εδώ μπαίνει το διαδίκτυο, αναλαμβάνοντας το ρόλο της άμεσης γνώσης, της πληροφορίας, της ενημέρωσης, της στοχευμένης διαφήμισης, της χαμένης κοινωνικοποίησης, του φλερτ κι ένα λόγο για να ζεις δυνατά στην ησυχία που έχει η κοινωνία μας. Internet και κινητό τηλέφωνο παντρεύτηκαν ένα καλοκαίρι με διαρκή όρεξη για ΜΒ, ένα ακόμα προϊόν έτοιμο να καταναλωθεί.

Πρόσφατα, σε έρευνες που διεξήγαν διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα στο εξωτερικό, ενημέρωσαν τη λίστα με τις εθιστικές ουσίες που δημιουργούν καταστρεπτικές συνέπειες στη χρήση τους και το αθώο κινητό μας τηλέφωνο έδωσε τη μάχη του για να μπει κι αυτό στη λίστα. Κέντρα κι ομάδες απεξάρτησης δημιουργήθηκαν, προσπαθώντας με τροχό και λοστάρια να αφαιρέσουν αυτή τη συσκευή, κολλημένη στα χέρια χρηστών κι οι ψυχολόγοι απόκτησαν νέα ασθένεια που χρήζει αντιμετώπισης. Μια ασθένεια, έναν εθισμό, ένα παράσιτο όπως λένε αρκετοί συνωμοσιολόγοι των λόμπι της παγκόσμιας εξουσίας που κάνει τους χρήστες να ανταγωνίζονται στο άθλημα της ατελούς παραμονής online. Κι εδώ διαπιστώνουμε το παράδοξο.

Ζουν ανάμεσά μας, όπως συμβαίνει με κάθε μειονότητα, ανθρώπινα όντα που δεν ακολουθούν οποιαδήποτε τάση μόδας έρχεται να υιοθετηθεί. Το περίεργο με αυτούς δεν είναι πως δεν κατέχουν στην εξουσία τους κάποιο κινητό τηλέφωνο. Έχουν και παραέχουν, απλά κάποιες στιγμές της μέρας τους, συνειδητά το ξεχνούν! Τις ώρες που κοιμούνται, μετά την εργασία τους ή όταν θέλουν να χαλαρώσουν (με φίλους ή μόνοι), πατάνε την επιλογή «αθόρυβο» ή (οι πιο σκληροπυρηνικοί) πιέζουν το κουμπάκι παρατεταμένα για πέντε δευτερόλεπτα κι η οθόνη γίνεται μαύρη, κενή, ίχνος από bits. Άλλοι κλείνουν το ίντερνετ, βάζοντας στον πάγο όλες τις ειδοποιήσεις του κι απλά κουβαλάνε ένα άψυχο προϊόν, περιμένοντας να χτυπήσει (όποτε κι αν) για να ασχοληθούν μαζί του.

Τους καταλαβαίνεις όταν δε ζητάνε τον κωδικό του wifi απ’ την καφετέρια, δεν τοποθετούν σε περίοπτη θέση το κινητό τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι, έχουν την ίδια φωτογραφία προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ και τρία χρόνια, το διαδικτυακό τους αποτύπωμα είναι αχνό, πράγμα που ανησυχεί τη CIA και χρησιμοποιούν τη συσκευή κυρίως ή και μόνο για τηλεφωνική επικοινωνία. Μόνο για τηλεφωνική επικοινωνία, είμαστε με τα καλά μας;

Δεν μπορώ να τους κατανοήσω αυτούς τους αποσχισμένους απ’ την πραγματικότητα. Τι πιστεύουν ότι θα καταφέρουν με αυτή την επανάσταση; Δε θέλουν να τους ειδοποιεί η συσκευή πότε έχουν ένα ιντερνετικό μήνυμα; Όταν ανεβάζω μια ιστορία, που της απομένουν μόνο 24 ώρες; Όταν χρειάζομαι έξτρα ζωή στο Candycrash και δεν μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι μου; Όταν στην άλλη άκρη του κόσμου συμβαίνει κάτι το συνταρακτικό; Όταν θα πάω στα μπουζούκια και θα ανεβάσω φωτογραφία στις τρεις τα ξημερώματα νιώθοντας ευλογημένος που καταναλώνω δηλητηριώδεις ουσίες; Δε θέλουν να προλάβουν την σούπερ προσφορά που ανεβάζει το τάδε κατάστημα πριν εξαντληθεί;

Ψίθυροι στα σοκάκια και στις πλατείες πως αυτοί θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο. Ας γελάσω! Ότι θέλουν να έχουν την ησυχία τους και να μην τους βομβαρδίζουν με περιττές πληροφορίες ό,τι ώρα να ‘ναι. «Σέβομαι τον εαυτό μου, είμαι κύριος του εαυτού μου», είπε κάποια στιγμή ένας από αυτούς κι έχασε εκατό φίλους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πώς μπορούν να ζουν σε αυτή τη μιζέρια, μέσα σε τόση ησυχία, σε μια κοινωνία που παράγει ολημερίς κι ακούραστα ντεσιμπέλ σκέψεων; Δηλαδή τι, εμείς είμαστε τρελοί, θέλουν να μας πούνε;

Πραγματικά, δεν ξέρω πού οδεύει αυτή η κατάσταση. Από την υπερέκθεση του εγώ μας σε κάθε άγνωστο, απ’ τα τροχαία ατυχήματα –αλλά ακόμη και πεζών– που δημιουργούνται απ’ την προσκόλληση στη θεόσταλτη οθόνη, τις αυτοκτονίες και την κατάθλιψη απ’ το κυνηγητό μιας ψεύτικης ιδανικής ηλεκτρονικής ζωής, απ’ τις δήθεν φιλίες και μια δόση ψευδούς διασημότητας, απ’ την ασταμάτητη βουή των ηλεκτρονικών ήχων που έχουμε εκπαιδευτεί να ανταποκρινόμαστε άμεσα, μέχρι και την εγκατάσταση μόνιμου φορτιστή στο σώμα μας, μη χάσουμε καμία στιγμή απ’ την επικαιρότητα.

Τα αποτελέσματα της τεχνολογικής εξέλιξης πάντα είχαν να κάνουν με τη χρήση που τους κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Μόνοι, με ένα δάκρυ πίσω από μια οθόνη υγρών κρυστάλλων, αναζητούμε τη χαμένη ευτυχία.  Εκείνη που είχαμε, έχουμε και θα έχουμε χάρη στο μυαλό μας και στα μυαλά άλλων ανθρώπων.

Thumbs up!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη