Σαββατόβραδο… Πότε ήταν η εποχή που ξεχνούσες κούραση και διάβασμα, άνοιγες ντουλάπα, έβρισκες ρουχαλάκι σένιο, αρωματιζόσουν κι έξω απ’ την πόρτα; Κλάμπινγκ δίχως αύριο, ποτά, χορός, no limits όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα ξυπνούσες με ένα δωράκι ανεκτίμητης αξίας, έναν ωραιότατο πονοκέφαλο. Αλλά δεν υπήρχε επιστροφή, το επόμενο Σάββατο ακολουθούσες την ίδια διαδικασία με θρησκευτική ευλάβεια. Και φτου κι απ’ την αρχή. Ήταν καθιερωμένο, άλλωστε. Η έξοδος της παρέας ήταν συνυφασμένη με κλαμπάκια και ξενύχτια.
Μέχρι που κάποια στιγμή κουράστηκες. Κάπου εκεί, γύρω στα 25 νιώθεις να σε διώχνει αυτός ο τρόπος διασκέδασης. Πόσα «ναι» ακόμα να πεις σε ερωτήσεις που δεν άκουσες εξαιτίας της πολύ δυνατής μουσικής; Άσε που τώρα τελευταία πιο πολύ φλέρταρες τα ελεύθερα σκαμπό παρά τις ελεύθερες υπάρξεις. Μήπως κι άμα έκανες κίνηση, θα σταύρωνες και καμιά κουβέντα; Κι αυτά τα ποτά, ας μην κοροϊδευόμαστε, είναι κανονικά πολεμοφόδια τις περισσότερες φορές.
Και τότε είναι που μπαίνουν στη ζωή σου τα κουτούκια ως βασικός τρόπος διασκέδασης. Μικρά, όμορφα μαγαζάκια, τρυπωμένα όπου φτάνει ο νους σου. Παλιότερα δεν τα έπιανε το μάτι σου. Τι σόι κέφι είναι αυτό, έλεγες. Ούτε σφηνάκια ούτε ατελείωτη βαβούρα. Κι όμως δεν είναι λίγες οι φορές, που αν κάτσει η φάση, όλο το μαγαζί γίνεται μια παρέα και χορεύουν στον ρυθμό μιας μουσικής που σε ταξιδεύει σε άλλη εποχή. Σιγοτραγουδούν όλοι μαζί κι εκεί αρχίζουν και τα κεράσματα.
Εδώ κανείς δεν ασχολείται με το πώς χορεύεις. Βασικός παράγοντας είναι να γουστάρεις και να περνάς καλά με την παρέα σου. Και δώσ’ του γέλια, και δώσ’ του πειράγματα. Και σας παίρνει αργά το βράδυ, εκεί που ξεκινάει η φιλοσοφία. Θες το χύμα κρασί –που τις περισσότερες φορές είναι γλυκόπιοτο–, θες η ατμόσφαιρα του μαγαζιού, ανοίγει η καρδιά σου. Και μοιράζεσαι σκέψεις και συναισθήματα με την παρέα σου που ούτε καν φανταζόσουν ότι μπορούσες.
Όχι, δεν απαξιώνεις τα κλαμπάκια. Δεν τα απορρίπτεις καν. Άλλωστε, αν αντέχετε μετά από το κουτούκι, μπορεί να πάτε και για κάνα ποτάκι. Αλλά, πώς να το κάνουμε, τα κουτούκια είναι ιδέα. Δε θες να λερώσεις αυτή την ευφορία που σου νιώθεις πηγαίνοντας εκεί. Γουστάρεις περισσότερο την επικοινωνία, να πεις δυο κουβέντες, να ακούσεις κάποιο έξυπνο αστείο.
Και δε σε χαλάει καν αν απλά αράξεις στην άκρη σου και χαθείς στις σκέψεις σου. Αν απλά σταθείς εκεί και παρατηρήσεις τα φιλαράκια σου που βρίσκονται στο ίδιο mood. Και τότε ίσως κρυφογελάσεις και πιστέψεις ότι μεγάλωσες. Μπορεί ακόμα και να απορήσεις με τον εαυτό σου. Πώς από party animal έγινες θαμώνας σε ταβερνάκια. Κι όχι απλά θαμώνας, αλλά εσύ κι η παρέα σου ψάχνετε διαρκώς καινούργια προκειμένου να τα τιμήσετε με την παρουσία σας.
Δε μεγάλωσες. Απλά άρχισες να εκτιμάς διαφορετικά τις καταστάσεις. Κι είναι μια χαρά. Είναι μια εξαιρετική λύση για όλες τις εποχές του χρόνου. Πόσες φορές χωθήκατε μέσα σε ένα κουτούκι για να ζεσταθείτε πίνοντας ρακόμελα στην καρδιά του χειμώνα; Κι άλλες πόσες απόλαυσες τη διακριτική μυρωδιά του γιασεμιού και του βασιλικού απ’ τις γλάστρες, τσουγκρίζοντας ένα ποτηράκι ούζο σε κάποια πισινή αυλή, μες στο κατακαλόκαιρο;
Γιατί αυτή είναι η μαγκιά με τα κουτούκια. Δε χρειάζονται ιδιαίτερο ντύσιμο, δεν επηρεάζονται απ’ τις καιρικές συνθήκες, δεν είναι ανάγκη να ‘ναι Σάββατο, ίσως ούτε καν βράδυ, για να τα επισκεφθείτε. Στα κουτούκια γίνεται μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα στον κάπελα και στους θαμώνες. Αυτός βάζει το καλό κρασί και τους λαχταριστούς μεζέδες κι εσείς την παρέα, την κουβέντα και, βεβαίως, την όρεξη.
Γιατί, για να λέμε την αλήθεια, χωρίς όρεξη δεν πας πουθενά. Κλαμπάκια, κουτούκια, μπαράκια κι ό,τι άλλο κι αν επιλέγετε με την παρέα σου, παντού θα περάσετε καλά, αν θέλετε να περάστε καλά. Αρκεί να αφεθείς, να αδειάσεις από σκέψεις που σε στριμώχνουν, να ξεχαστείς για εκείνες τις στιγμές που θα βρίσκεσαι έξω. Άφησε, λοιπόν, τα προβλήματά σου στην άκρη, πάρε το ταίρι σου, την οικογένειά σου ή τα φιλαράκια σου και βγες μια βόλτα.
Κι αν ο δρόμος σας σάς βγάλει σε κάποιο κουτουκάκι, μην ξεχάσεις να πιεις κι ένα ποτηράκι κρασί στην υγειά μας…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη