Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, πονεμένε μου άνθρωπε. Πόσες φορές κάλεσες κάποιον σπίτι σου και χωρίς να το καταλάβεις βρέθηκες με το ένα μάτι κλειστό και το μυαλό σου αφηρημένο και κολλημένο στη μοναδική ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου εκείνη τη στιγμή «Τι το ήθελα κι άνοιξα την πόρτα;»; Η απάντηση; Καμία. Άνοιξες την πόρτα γιατί δεν είμαστε δα και τίποτα αγενείς κι αφιλόξενες υπάρξεις. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν κι επισκέπτες που έρχονται για έναν καφέ και ξεχειμωνιάζουν σε μας, εξαντλώντας μας από ένα σημείο και μετά.
Δεν μπορεί, όλοι έχουμε από έναν τέτοιο φίλο, εκείνον που λέμε να προσθέσουμε το όνομά του δίπλα στο λήμμα «αρμένικη βίζιτα». Γιατί υπάρχουν και κάτι τύποι που έρχονται στο σπίτι σου για καφέ (συχνά απροειδοποίητα) κι ύστερα ξεχνάνε να φύγουνε. Κι οι ώρες περνάμε κι εσύ έχεις δουλειές να κάνεις κι αναγκαστικά τις αναβάλλεις κι έχεις αρχίσει να γλαρώνεις κιόλας, αλλά δε μιλάς. Τι να πεις; Λογικό να έρχεσαι σε απίστευτα δύσκολη θέση, καθώς δε θες να φανείς αγενής κι αφιλόξενος, αλλά δεν πιάνουν και το νόημα όλοι, βρε παιδάκι μου, και πάνε στράφι και τα χασμουρητά και τα υπονοούμενά σου ότι ήρθε η ώρα να την κάνουν σιγά-σιγά. «Μας κούρασες!» θέλεις να φωνάξεις απ’ τη μία, αλλά ένα «Υπομονή, μην τσακωθούμε βραδιάτικα» σε συγκρατεί απ’ την άλλη.
Και με τα πολλά, αφού είναι φιλαράκι και δεν είστε τίποτε ξένοι, αποφασίζεις να του το κάνεις πιο λιανά, κι αρχίζεις λοξές ματιές στο ρολόι και τα «Πώς πέρασε η ώρα!» και «Ούτε πέντε λεπτά δε νόμιζα ότι πέρασαν κι είσαι εδώ πέντε ώρες!», αλλά δε βλέπεις να πιάνει ούτε έτσι το νόημα ο καλεσμένος σου. Προσπαθείς με κάθε τρόπο να αποφύγεις τη γυρισμένη σκούπα και το αλάτι πίσω απ’ την πλάτη του, μα μάταια, αρμένικη βίζιτα για μια ακόμη φορά.
Μεταξύ μας, σου έχει πάρει τα αφτιά η πολυλογία του άλλου, κι έστω αν δε μιλάει τόσο (περίπτωση σπάνια), σε εκνευρίζει αφάνταστα το γεγονός ότι ναι μεν είσαι σπίτι σου, αλλά παράλληλα δεν μπορείς να νιώσεις άνετα. Οι δικαιολογίες σου βομβαρδίζουν το μυαλό μα καμία δε φαίνεται ικανή να τον αναγκάσει να φύγει απ’ το σπίτι σου. «Πήρε φωτιά το εργοστάσιο», αυτό ίσως και να μπορούσε να σε σώσει, αν ήθελες να γλυτώσεις απ’ τη μοναδική σου αγάπη και μόνο αν σε λένε Μάνθο Φουστάνο.
Και τα χασμουρητά δίνουν και παίρνουν, εδώ πλέον έχει χαθεί κάθε ίχνος ντροπής. Νυστάζεις κι ευθύνεται ο καλεσμένος σου. Άκουσες μέσα σε τόσες ώρες για τα πάντα που αφορούν τη ζωή του, κι αν το έφερε η συζήτηση, σίγουρα και για τη ζωή κάποιου άλλου. Προσπαθείς τουλάχιστον, αν και με το στόμα ανοιχτό και καθώς βγαίνει το «ααα» απ’ το χασμουρητό σου, να δείχνεις ότι είσαι εκατό τοις εκατό προσηλωμένος σε ό,τι σου λέει. Υποκριτή. Δεν έχεις ακούσει λέξη, σκέφτεσαι μονάχα πότε θα θυμηθεί να φύγει απ’ το σπίτι σου για να ξαπλώσεις.
Όσο κι αν μας ταλαιπωρούν αυτές οι επισκέψεις που τραβάνε τόσο πολύ, όσες φορές κι αν σκεφτούμε «Την επόμενη θα τον αφήσω απ’ έξω να βαράει τα κουδούνια», πάντα θα ανοίγουμε. Διότι όχι μόνο δε θέλουμε να φανούμε αφιλόξενοι, μα αυτοί οι άνθρωποι με την έντονη παρουσία και την έλλειψη ορίων έχουν πάντα κάτι να μας δώσουν. Και εννοείται δε μιλάμε για τα παστάκια και τα κοκάκια που κουβαλούν συνήθως μαζί τους, αλλά για τις ιδέες και τις απόψεις τους πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Κι αυτό γιατί έχουν κάνει πολλές αρμένικες βίζιτες στη ζωή τους κι ουρλιάζει πάνω τους η εμπειρία στην κουβέντα.
Καλό κουράγιο, λοιπόν, την επόμενη φορά, και πρόσεχε τι συζητήσεις θα ανοίξεις μαζί τους. Μπορούν να μιλούν ακούραστα για ώρες…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη