Τις μεγαλύτερες αλήθειες τις λέμε μεθυσμένοι ή πληγωμένοι. Κι αυτό στο λέω μεθυσμένη, ίσως και πληγωμένη αλλά ο εγωισμός μου δε θα με άφηνε να σου το παραδεχτώ.
Όσο το αλκοόλ είναι στο μπουκάλι δεν ενοχλεί κανέναν, όταν όμως κολυμπά στο αίμα μας παίζει ύπουλα. Γινόμαστε λίγο πιο ευάλωτοι, μας δίνουμε ένα άλλοθι για να αφεθούμε, ρίχνουμε άμυνες στο πρόσχημα του οινοπνεύματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που την επόμενη μετά από ένα δυνατό μεθύσι, κρύφτηκες πίσω από ένα «Συγγνώμη για χθες, μιλούσε το ποτό». Ένα μήνυμα για να δικαιολογηθείς, μια κάλυψη για να προστατευτείς απ’ τις συνέπειες κι ας ξέρεις πολύ καλά ότι δε μιλούσε αυτό.
Ένα βράδυ από ‘κείνα που ξέχασες τι θα πει νηφαλιότητα είπες ό,τι ήθελες. Τον γούσταρες τον εαυτό σου έτσι, ειλικρινή, χύμα. Θα το έκανες και χωρίς να ‘χεις πιει αν μπορούσες, απλά η μία βότκα παραπάνω σε βοήθησε, στο έκανε πιο εύκολο να ρισκάρεις. Ίσως μέσα σου να ‘χεις συμβιβαστεί με αυτό, αυτή η ώθηση να ‘ναι ο μοναδικός λόγος για να πιεις, ένα σπρώξιμο για να μπορέσεις να πεις όσα νιώθεις.
Όχι απαραίτητα για εκείνη την ερωτική εξομολόγηση που δεν έχεις πάρει ακόμα την απόφαση να κάνεις, κι ας καίγεσαι να μάθει ο άλλος τι σου προκαλεί. Μπορεί οι λέξεις που θα ξεγλιστρήσουν να αφορούν φόβους, πάθη, λάθη. Όλα αυτά που με μανία θάβουμε βαθιά και τα κρατάμε μονάχα για εμάς, μη δείξουμε πως είμαστε εύθραυστοι, πως έχουμε συναισθήματα ή ανασφάλειες, και περιμένουμε ένα ποτήρι ουίσκι να αναλάβει τη θεαματική ανασκαφή τους.
Όταν το παράπονο νιώθεις να σε πνίγει, όταν τα απωθημένα σε βαραίνουν και τα «γιατί» σου κόβουν τον αέρα, ίσως το βάλσαμο να ‘ναι μονόδρομος. Σφίγγεις τα δόντια, στρώνεις μπλούζα και παίρνεις ανάσα για να ξεράσεις ό,τι έχεις μέσα σου. Όλα εκείνα που νιώθεις την ανάγκη να τα μοιραστείς. Να δώσεις στις σκέψεις σου φωνή και να βρουν όσα αισθάνεσαι τον παραλήπτη και δημιουργό τους.
Και τσαφ! Μαγικό! Ο συνδυασμός μέθης και πληγής κάνει την ανάγκη για αλήθεια δεδομένη. Λένε ότι σ’ ένα τραύμα το οινόπνευμα μπορεί απ’ τη μια πλευρά να σκοτώνει –όχι όλα– τα μικρόβια κι απ’ την άλλη είναι ικανό να προκαλέσει αγγειοδιαστολή, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει την αιμορραγία. Και για τις πληγές που δε φαίνονται, ίδιες οι συνέπειες. Πίνεις κι ίσως στην αρχή, μέχρις ότου έρθει αυτή η γλυκιά ζαλάδα, να ‘χεις ξεχάσει τα πάντα. Σου προσφέρει εκείνη την ψευδαίσθηση ότι το μικρόβιο δεν υπάρχει πια. Δε σου τρώει το μυαλό, το δέρμα, την καρδιά, τα σωθικά, δε σε ενοχλεί. Και σου αρέσει που ζεις κάτι τέτοιο, και πίνεις ακόμα ένα ποτό. Μουδιασμένος πλέον.
Είσαι πια σε σύγχυση. Μεταξύ μέθης και πραγματικότητας. Ή έτσι νιώθεις τουλάχιστον. Βουρκώνεις κι αρχίζεις να μιλάς. Για ό,τι νιώθεις, ό,τι βασανίζει τον νου σου. Και τώρα ψάχνεις με μανία να βρεις βαμβάκι να κλείσεις τις πληγές που ανοίγουν οι θύμισες, να βγάλεις το περίσσιο οινόπνευμα που πλέον σε τσούζει.
Κλείνεις τηλέφωνα, κλείνεις τα μάτια. Όσο μίλησες, μίλησες. Ό,τι είπες, είπες. Φτάνει πια. Το παράπονο δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει, ακόμα κι αν σε κάθε σου παραπάνω ποτήρι το θυμάσαι. Θα μείνει μέσα σου για όσο του το επιτρέψεις, θα φύγει μονάχα όταν σταματήσεις να τρέχεις για βαμβάκι. Όταν σφίξεις τα δόντια και δακρύσεις απ’ το τσούξιμο της πληγής, τότε έχεις καθαρίσει απ’ τα παλιά τραύματα. Τότε θα πίνεις για να περάσεις καλά κι όχι για να βρεις το θάρρος να πεις μια ακόμα αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη